ῥάμμα: Difference between revisions
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br /><b>1</b> couture;<br /><b>2</b> fil.<br />'''Étymologie:''' [[ῥάπτω]].<br /><span class="bld">2</span>ατος (τό) :<br />aspersion.<br />'''Étymologie:''' [[ῥαίνω]]. | |btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br /><b>1</b> couture;<br /><b>2</b> fil.<br />'''Étymologie:''' [[ῥάπτω]].<br /><span class="bld">2</span>ατος (τό) :<br />aspersion.<br />'''Étymologie:''' [[ῥαίνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥάμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[шов]] Pind.;<br /><b class="num">2)</b> [[нить]] Diod. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[ῥάμμα]], ΝΜΑ<br />[[νήμα]], [[κλωστή]] για [[ράψιμο]] (α. «συνθετικά ράμματα» β. «[[βιβλίον]]... φοινικῷ ῥάμματι περιειλημένον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> νηματοειδές υλικό, χρησιμοποιούμενο στη [[χειρουργική]] για τη [[συγκράτηση]] σε [[επαφή]] δύο ιστικών επιφανειών, ώσπου να συνενωθούν, ή στην [[περίδεση]] αγγείου που αιμορραγεί<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> ισχυρό [[νήμα]] κατάλληλο για τη [[ραφή]] ιστίων ή αντίσκηνων, αλλ. ιστιόραμμα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω ράμματα για τη [[γούνα]] του» — του [[επιφυλάσσω]] δυσάρεστη [[ανταπόδοση]]<br />β) «θα του αλλάξω τα ράμματα» — θα τον ταπεινώσω, θα τον εξευτελίσω<br /><b>μσν.</b><br />η [[ραφή]] τραύματος<br /><b>αρχ.</b><br />η [[στερέωση]] επιδέσμου με [[ραφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥάπ</i>-<i>μα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥάπτω]]) με [[αφομοίωση]] του -<i>π</i>-]. | |mltxt=το / [[ῥάμμα]], ΝΜΑ<br />[[νήμα]], [[κλωστή]] για [[ράψιμο]] (α. «συνθετικά ράμματα» β. «[[βιβλίον]]... φοινικῷ ῥάμματι περιειλημένον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> νηματοειδές υλικό, χρησιμοποιούμενο στη [[χειρουργική]] για τη [[συγκράτηση]] σε [[επαφή]] δύο ιστικών επιφανειών, ώσπου να συνενωθούν, ή στην [[περίδεση]] αγγείου που αιμορραγεί<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> ισχυρό [[νήμα]] κατάλληλο για τη [[ραφή]] ιστίων ή αντίσκηνων, αλλ. ιστιόραμμα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω ράμματα για τη [[γούνα]] του» — του [[επιφυλάσσω]] δυσάρεστη [[ανταπόδοση]]<br />β) «θα του αλλάξω τα ράμματα» — θα τον ταπεινώσω, θα τον εξευτελίσω<br /><b>μσν.</b><br />η [[ραφή]] τραύματος<br /><b>αρχ.</b><br />η [[στερέωση]] επιδέσμου με [[ραφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥάπ</i>-<i>μα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥάπτω]]) με [[αφομοίωση]] του -<i>π</i>-]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:25, 3 October 2022
English (LSJ)
(A), ατος, τό, f.l. (ῥάμα, ῥᾶμα codd.) for ῥεῦμα in Apollod. Poliorc.183.7.
(B), ατος, τό, (ῥάπτω) A anything sewn or stitched, seam, hem, Pi.Fr.85, Hermipp.48, Pl.Com.36, J.AJ3.7.5. 2 fastening of a bandage by sewing (as ἅμμα by a knot), Hp. Off.8. 3 thread, D.S. 1.87, Dsc.Eup.1.200, Gal.UP10.12. 4 suture of a wound, Hippiatr. 71.
German (Pape)
[Seite 833] τό, das Genähte, Geflickte, Pind. frg. 55; – auch der Faden, Hippocr.; D. Sic. 1, 87.
French (Bailly abrégé)
1ατος (τό) :
1 couture;
2 fil.
Étymologie: ῥάπτω.
2ατος (τό) :
aspersion.
Étymologie: ῥαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ῥάμμα: ατος τό
1) шов Pind.;
2) нить Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάμμα: τό, (ῥαίνω) τὸ ἐρραντισμένον, Ἀπολλόδ. ἐν Ἀρχ. Μαθημ. σ. 37.
English (Slater)
ῥάμμα v. λυθίραμμος.
Greek Monolingual
το / ῥάμμα, ΝΜΑ
νήμα, κλωστή για ράψιμο (α. «συνθετικά ράμματα» β. «βιβλίον... φοινικῷ ῥάμματι περιειλημένον», Διόδ.)
νεοελλ.
1. ιατρ. νηματοειδές υλικό, χρησιμοποιούμενο στη χειρουργική για τη συγκράτηση σε επαφή δύο ιστικών επιφανειών, ώσπου να συνενωθούν, ή στην περίδεση αγγείου που αιμορραγεί
2. ναυτ. ισχυρό νήμα κατάλληλο για τη ραφή ιστίων ή αντίσκηνων, αλλ. ιστιόραμμα
3. φρ. α) «έχω ράμματα για τη γούνα του» — του επιφυλάσσω δυσάρεστη ανταπόδοση
β) «θα του αλλάξω τα ράμματα» — θα τον ταπεινώσω, θα τον εξευτελίσω
μσν.
η ραφή τραύματος
αρχ.
η στερέωση επιδέσμου με ραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάπ-μα (< ῥάπτω) με αφομοίωση του -π-].