ὀλοίτροχος: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
mNo edit summary
m (Text replacement - "d’u" to "d'u")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui court <i>ou</i> roule d’une masse (pierre) ; ὁ [[ὀλοίτροχος]] ([[πέτρος]]) bloc de pierre.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝελ, rouler, [[τρέχω]].
|btext=ος, ον :<br />qui court <i>ou</i> roule d'une masse (pierre) ; ὁ [[ὀλοίτροχος]] ([[πέτρος]]) bloc de pierre.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝελ, rouler, [[τρέχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:40, 4 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοίτροχος Medium diacritics: ὀλοίτροχος Low diacritics: ολοίτροχος Capitals: ΟΛΟΙΤΡΟΧΟΣ
Transliteration A: oloítrochos Transliteration B: oloitrochos Transliteration C: oloitrochos Beta Code: o)loi/troxos

English (LSJ)

Ep. ὀλοοίτροχος, ὁ, large stone, boulder, Ἕκτωρ ἀντικρὺ μεμαώς, ὀλοοίτροχος ὣς ἀπὸ πέτρης, ὅν τε κατὰ στεφάνης ποταμὸς χειμάρροος ὤσῃ ῥήξας . . ἔχματα πετρης Il.13.137; = τὸ κυλινδρικὸν σχῆμα, Democr.162; of the rounded muscles of an athlete's arm, ἕστασαν ἠΰτε πέτροι ὀλοίτροχοι, οὕστε κυλίνδων χειμάρρους ποταμὸς μεγάλαις περιέξεσε δίναις Theoc.22.49; rolled down by besieged people upon their assailants, Hdt.8.52, Orac. ap. eund.5.92.β', X.An.4.2.3, Zos. 1.52. (The ancients derived it from ὀλοός 'destructive' or from ὅλος, and disagreed as to the breathing and accent, Sch.Il.l.c.)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court ou roule d'une masse (pierre) ; ὁ ὀλοίτροχος (πέτρος) bloc de pierre.
Étymologie: R. Ϝελ, rouler, τρέχω.

Greek Monolingual

ὀλοίτροχος και ὁλοίτροχος, ὁ (Α)
βλ. ολοοίτροχος.

Greek Monotonic

ὀλοίτροχος: επικ. ὀλοοίτροχος, ὁ (εἴλω, volvo, τροχός),·
1. πέτρα λειασμένη ώστε να κυλά, στρογγυλεμένη πέτρα, όπως αυτές που εκσφενδόνιζαν οι πολιορκημένοι εναντίον των επιτιθέμενων πολιορκητών τους, σε Ηρόδ., Ξεν.· ὀλοοίτροχος, σε Ομήρ. Ιλ. και σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
2. ως επίθ., πέτροι ὁλοίτροχοι, σμιλεμένες στρογγυλές πέτρες, με τις οποίες παρομοιάζονται οι μύες αθλητή, σε Θεόκρ.

English (Woodhouse)

round stone for rolling on to an enemy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)