γυναιμανής: Difference between revisions
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(γῠναιμᾰνής) -ές<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> γυνο- Sch.D.T.229.30; γυνα- Sch.D.T.l.c.<br /><b class="num">1</b> [[que enloquece por las mujeres]], [[mujeriego]], [[donjuán]] Δύσπαρι, [[εἶδος]] ἄριστε, γ. <i>Il</i>.3.39, 13.769, οἰνόφλυγες καὶ πόρνοι καὶ γυναιμανεῖς D.Chr.32.91, φύσει ... ἔστι τὸ βάρβαρον γυναιμανές Charito 5.2.6, cf. Malch.<i>Fr</i>.8.23, Triph.613, Nonn.<i>D</i>.15.75, 42.314, 48.551, 774, de los orangutanes, Ael.<i>NA</i> 15.14<br /><b class="num">•</b>fig. ἦτορ Q.S.1.726, χεῖρες Nonn.<i>D</i>.15.288, cf. Hsch., Sch.D.T.l.c., 378.30.<br /><b class="num">2</b> [[que enloquece a las mujeres]], [[seductor]] Dioniso <i>h.Hom</i>.1.17, cf. Euph.142.b.17v.G., Hsch. | |dgtxt=(γῠναιμᾰνής) -ές<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> γυνο- Sch.D.T.229.30; γυνα- Sch.D.T.l.c.<br /><b class="num">1</b> [[que enloquece por las mujeres]], [[mujeriego]], [[donjuán]] Δύσπαρι, [[εἶδος]] ἄριστε, γ. <i>Il</i>.3.39, 13.769, οἰνόφλυγες καὶ πόρνοι καὶ γυναιμανεῖς D.Chr.32.91, φύσει ... ἔστι τὸ βάρβαρον γυναιμανές Charito 5.2.6, cf. Malch.<i>Fr</i>.8.23, Triph.613, Nonn.<i>D</i>.15.75, 42.314, 48.551, 774, de los orangutanes, Ael.<i>NA</i> 15.14<br /><b class="num">•</b>fig. [[ἦτορ]] Q.S.1.726, χεῖρες Nonn.<i>D</i>.15.288, cf. Hsch., Sch.D.T.l.c., 378.30.<br /><b class="num">2</b> [[que enloquece a las mujeres]], [[seductor]] Dioniso <i>h.Hom</i>.1.17, cf. Euph.142.b.17v.G., Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:13, 5 October 2022
English (LSJ)
ές, A = γυναικομανής, mad for women, Il.3.39, h.Bacch. 17, Ael.NA15.14, Q.S.1.726:—in late Ep. γυναιμανέων, as if a part., ib. 735, Nonn.D.2.125, al. II making women mad, Hsch.
Spanish (DGE)
(γῠναιμᾰνής) -ές
• Alolema(s): γυνο- Sch.D.T.229.30; γυνα- Sch.D.T.l.c.
1 que enloquece por las mujeres, mujeriego, donjuán Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γ. Il.3.39, 13.769, οἰνόφλυγες καὶ πόρνοι καὶ γυναιμανεῖς D.Chr.32.91, φύσει ... ἔστι τὸ βάρβαρον γυναιμανές Charito 5.2.6, cf. Malch.Fr.8.23, Triph.613, Nonn.D.15.75, 42.314, 48.551, 774, de los orangutanes, Ael.NA 15.14
•fig. ἦτορ Q.S.1.726, χεῖρες Nonn.D.15.288, cf. Hsch., Sch.D.T.l.c., 378.30.
2 que enloquece a las mujeres, seductor Dioniso h.Hom.1.17, cf. Euph.142.b.17v.G., Hsch.
German (Pape)
[Seite 511] = γυναικομανής, weibertoll, Hom. zweimal, Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γυναιμανές, ἠπεροπευτά Iliad. 3, 39. 13, 769; – Sp., wie Qu. Sm. 1, 726 Ael. N. A. 15, 14.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. γυναικομανής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυναιμανής -ές [γυνή, μαίνομαι] gek op vrouwen, vrouwengek.
Russian (Dvoretsky)
γῠναιμᾰνής: Hom. = γυναικομανής.
English (Autenrieth)
(μαίνομαι): womanmad; Paris, Il. 3.39. (Il.)
Greek Monolingual
γυναιμανής, -ές (Α)
ο γυναικομανής.
Greek Monotonic
γῠναιμᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που έχει μανία με τις γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναιμᾰνής: ές,= γυναικομανής, Ἰλ. Γ. 39, Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 15. 14. Παρὰ μεταγεν. Ἐπ. γυναιμανέων, ὥς τις μετοχή, Κ. Σμ. 1. 735.
Middle Liddell
μαίνομαι
mad for women, Il.