ἐκτατέον: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)ktate/on | |Beta Code=e)ktate/on | ||
|Definition=[[one must pronounce long]], Sch.<span class="bibl">Il.21.262</span>. | |Definition=[[one must pronounce long]], Sch.<span class="bibl">Il.21.262</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que alargar]], [[hay que extender]] τὴν χεῖρα μετὰ τάξεως ἐκ διαστημάτων ἐ. ref. a las buenas costumbres en la mesa, Clem.Al.<i>Paed</i>.2.1.13, para votar, Sud.s.u. χειροτονητέον.<br /><b class="num">2</b> gram. [[hay que alargar]] una sílaba, una vocal τὸ δὲ «δηριαάσθων» τὸ δεύτερον «α» ἐ. Hdn.Gr.1.536, οὕτως ἐ. διὰ τὸ μέτρον τὸ «Ἀσκληπιοῦ» Hdn.Gr.2.36, τὴν «ψι» συλλαβὴν ἐ. διὰ τὸ μέτρον Hdn.Gr.2.96, cf. Sch.A.R.1.664a, Hdn.Gr.2.24. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκτᾰτέον''': ῥημ. ἐπίθ., δεῖ ἐκτείνειν, Κλήμ. Ἀλ. σ. 447, γραμμ., «[[ἐκτατέον]] τὸ ι» Σχόλ. Βικτ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Λ. 678· «[[ἐκτατέον]] τὸ α» Σχόλ. Βεν. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Φ. 262. | |lstext='''ἐκτᾰτέον''': ῥημ. ἐπίθ., δεῖ ἐκτείνειν, Κλήμ. Ἀλ. σ. 447, γραμμ., «[[ἐκτατέον]] τὸ ι» Σχόλ. Βικτ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Λ. 678· «[[ἐκτατέον]] τὸ α» Σχόλ. Βεν. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Φ. 262. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:15, 6 October 2022
English (LSJ)
one must pronounce long, Sch.Il.21.262.
Spanish (DGE)
1 hay que alargar, hay que extender τὴν χεῖρα μετὰ τάξεως ἐκ διαστημάτων ἐ. ref. a las buenas costumbres en la mesa, Clem.Al.Paed.2.1.13, para votar, Sud.s.u. χειροτονητέον.
2 gram. hay que alargar una sílaba, una vocal τὸ δὲ «δηριαάσθων» τὸ δεύτερον «α» ἐ. Hdn.Gr.1.536, οὕτως ἐ. διὰ τὸ μέτρον τὸ «Ἀσκληπιοῦ» Hdn.Gr.2.36, τὴν «ψι» συλλαβὴν ἐ. διὰ τὸ μέτρον Hdn.Gr.2.96, cf. Sch.A.R.1.664a, Hdn.Gr.2.24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτᾰτέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ ἐκτείνειν, Κλήμ. Ἀλ. σ. 447, γραμμ., «ἐκτατέον τὸ ι» Σχόλ. Βικτ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Λ. 678· «ἐκτατέον τὸ α» Σχόλ. Βεν. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Φ. 262.