τριγλώχις: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ινος (ὁ, ἡ, τό)<br /><i>pl.</i> ινες, ινες, ινα;<br />à trois pointes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[γλωχίς]].
|btext=ινος (ὁ, ἡ, τό)<br /><i>pl.</i> ινες, ινες, ινα;<br />à trois pointes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[γλωχίς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τριγλώχῑς''': ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] γλωχῖνας, δηλ. [[τρεῖς]] ἀκίδας, ὀϊστῷ τριγλώχινι, «[[τρεῖς]] ἀκίδας ἔχοντι», Ἰλ. Ε. 393˙ ἰῷ τριγλώχινι βαλὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον Λ. 507˙ τριγλώχινα (ἐξυπ. Σικελίαν) Πινδ. Ἀποσπ. 219˙ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς μετ’ οὐδ. ἐπιθ., ἄορι τρ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 31˙ τρ. τριγώνῳ Νόνν. Δ. 6. 123˙ βέλη τρ. Παῦλ. Αἰγ.˙ - τρ. ὑμένες, αἱ valvolae tricuspides, βαλβῖδες τῆς καρδίας, Γαλην. - Ὁ [[τύπος]] τριγλώχιν μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σιμωνίδου (Ἀποσπ. 250), ὑπὸ τοῦ Χοιροβ. ἐν τοῖς Α. Β. 1424. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τριγλώχινι τριγώνῳ, [[τρεῖς]] γωνίας ἔχοντι».
|elnltext=τριγλώχις -ινος [τρι -, γλωχίς] met drie spitsen:. ὀιστῷ τριγλώχινι met een pijl met drie weerhaken Il. 5.393.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 22:
|lsmtext='''τριγλώχῑς:''' -ῖνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[τρεις]] ακίδες, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''τριγλώχῑς:''' -ῖνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[τρεις]] ακίδες, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=τριγλώχις -ινος [τρι -, γλωχίς] met drie spitsen:. ὀιστῷ τριγλώχινι met een pijl met drie weerhaken Il. 5.393.
|lstext='''τριγλώχῑς''': ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] γλωχῖνας, δηλ. [[τρεῖς]] ἀκίδας, ὀϊστῷ τριγλώχινι, «[[τρεῖς]] ἀκίδας ἔχοντι», Ἰλ. Ε. 393˙ ἰῷ τριγλώχινι βαλὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον Λ. 507˙ τριγλώχινα (ἐξυπ. Σικελίαν) Πινδ. Ἀποσπ. 219˙ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς μετ’ οὐδ. ἐπιθ., ἄορι τρ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 31˙ τρ. τριγώνῳ Νόνν. Δ. 6. 123˙ βέλη τρ. Παῦλ. Αἰγ.˙ - τρ. ὑμένες, αἱ valvolae tricuspides, βαλβῖδες τῆς καρδίας, Γαλην. - Ὁ [[τύπος]] τριγλώχιν μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σιμωνίδου (Ἀποσπ. 250), ὑπὸ τοῦ Χοιροβ. ἐν τοῖς Α. Β. 1424. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τριγλώχινι τριγώνῳ, [[τρεῖς]] γωνίας ἔχοντι».
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τρι-]]γλώχῑς, ῑνος, ὁ, ἡ,<br />[[three]]-[[barbed]], Il.
|mdlsjtxt=[[τρι-]]γλώχῑς, ῑνος, ὁ, ἡ,<br />[[three]]-[[barbed]], Il.
}}
}}

Revision as of 18:05, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριγλώχῑς Medium diacritics: τριγλώχις Low diacritics: τριγλώχις Capitals: ΤΡΙΓΛΩΧΙΣ
Transliteration A: triglṓchis Transliteration B: triglōchis Transliteration C: triglochis Beta Code: triglw/xis

English (LSJ)

ῑνος, ὁ, ἡ, three-barbed, ὀϊστός, ἰός, Il.5.393, 11.507; τριγλώχινα (sc. Σικελίαν) Pi.Fr.322; τ. ὑμένες tricuspid valves of the heart, Erasistratei ap. Gal.5.548, Gal. UP6.14: in later writers with a neut. Subst., ἄορι τ. Call.Del.31; τ. τόξα Anon. ap. Suid.; βέλη τ. Paul.Aeg.6.88.—The nom. form τριγλώχιν is cited from Simon. (Fr.248) and from Call. (Fr.382( = Aet.Oxy.2079.36)) by Choerob. in Theod.1.267 H.

French (Bailly abrégé)

ινος (ὁ, ἡ, τό)
pl. ινες, ινες, ινα;
à trois pointes.
Étymologie: τρεῖς, γλωχίς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριγλώχις -ινος [τρι -, γλωχίς] met drie spitsen:. ὀιστῷ τριγλώχινι met een pijl met drie weerhaken Il. 5.393.

Greek Monolingual

-ινος, ὁ, ἡ, ΜΑ
βλ. τριγλώχιν.

Greek Monotonic

τριγλώχῑς: -ῖνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει τρεις ακίδες, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

τριγλώχῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τρεῖς γλωχῖνας, δηλ. τρεῖς ἀκίδας, ὀϊστῷ τριγλώχινι, «τρεῖς ἀκίδας ἔχοντι», Ἰλ. Ε. 393˙ ἰῷ τριγλώχινι βαλὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον Λ. 507˙ τριγλώχινα (ἐξυπ. Σικελίαν) Πινδ. Ἀποσπ. 219˙ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς μετ’ οὐδ. ἐπιθ., ἄορι τρ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 31˙ τρ. τριγώνῳ Νόνν. Δ. 6. 123˙ βέλη τρ. Παῦλ. Αἰγ.˙ - τρ. ὑμένες, αἱ valvolae tricuspides, βαλβῖδες τῆς καρδίας, Γαλην. - Ὁ τύπος τριγλώχιν μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σιμωνίδου (Ἀποσπ. 250), ὑπὸ τοῦ Χοιροβ. ἐν τοῖς Α. Β. 1424. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τριγλώχινι τριγώνῳ, τρεῖς γωνίας ἔχοντι».

Middle Liddell

τρι-γλώχῑς, ῑνος, ὁ, ἡ,
three-barbed, Il.