τριγλώχις: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ινος (ὁ, ἡ, τό)<br /><i>pl.</i> ινες, ινες, ινα;<br />à trois pointes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[γλωχίς]]. | |btext=ινος (ὁ, ἡ, τό)<br /><i>pl.</i> ινες, ινες, ινα;<br />à trois pointes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[γλωχίς]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=τριγλώχις -ινος [τρι -, γλωχίς] met drie spitsen:. ὀιστῷ τριγλώχινι met een pijl met drie weerhaken Il. 5.393. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 22: | ||
|lsmtext='''τριγλώχῑς:''' -ῖνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[τρεις]] ακίδες, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''τριγλώχῑς:''' -ῖνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[τρεις]] ακίδες, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τριγλώχῑς''': ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] γλωχῖνας, δηλ. [[τρεῖς]] ἀκίδας, ὀϊστῷ τριγλώχινι, «[[τρεῖς]] ἀκίδας ἔχοντι», Ἰλ. Ε. 393˙ ἰῷ τριγλώχινι βαλὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον Λ. 507˙ τριγλώχινα (ἐξυπ. Σικελίαν) Πινδ. Ἀποσπ. 219˙ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς μετ’ οὐδ. ἐπιθ., ἄορι τρ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 31˙ τρ. τριγώνῳ Νόνν. Δ. 6. 123˙ βέλη τρ. Παῦλ. Αἰγ.˙ - τρ. ὑμένες, αἱ valvolae tricuspides, βαλβῖδες τῆς καρδίας, Γαλην. - Ὁ [[τύπος]] τριγλώχιν μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σιμωνίδου (Ἀποσπ. 250), ὑπὸ τοῦ Χοιροβ. ἐν τοῖς Α. Β. 1424. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τριγλώχινι τριγώνῳ, [[τρεῖς]] γωνίας ἔχοντι». | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τρι-]]γλώχῑς, ῑνος, ὁ, ἡ,<br />[[three]]-[[barbed]], Il. | |mdlsjtxt=[[τρι-]]γλώχῑς, ῑνος, ὁ, ἡ,<br />[[three]]-[[barbed]], Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:05, 6 October 2022
English (LSJ)
ῑνος, ὁ, ἡ, three-barbed, ὀϊστός, ἰός, Il.5.393, 11.507; τριγλώχινα (sc. Σικελίαν) Pi.Fr.322; τ. ὑμένες tricuspid valves of the heart, Erasistratei ap. Gal.5.548, Gal. UP6.14: in later writers with a neut. Subst., ἄορι τ. Call.Del.31; τ. τόξα Anon. ap. Suid.; βέλη τ. Paul.Aeg.6.88.—The nom. form τριγλώχιν is cited from Simon. (Fr.248) and from Call. (Fr.382( = Aet.Oxy.2079.36)) by Choerob. in Theod.1.267 H.
French (Bailly abrégé)
ινος (ὁ, ἡ, τό)
pl. ινες, ινες, ινα;
à trois pointes.
Étymologie: τρεῖς, γλωχίς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριγλώχις -ινος [τρι -, γλωχίς] met drie spitsen:. ὀιστῷ τριγλώχινι met een pijl met drie weerhaken Il. 5.393.
Greek Monolingual
-ινος, ὁ, ἡ, ΜΑ
βλ. τριγλώχιν.
Greek Monotonic
τριγλώχῑς: -ῖνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει τρεις ακίδες, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
τριγλώχῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τρεῖς γλωχῖνας, δηλ. τρεῖς ἀκίδας, ὀϊστῷ τριγλώχινι, «τρεῖς ἀκίδας ἔχοντι», Ἰλ. Ε. 393˙ ἰῷ τριγλώχινι βαλὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον Λ. 507˙ τριγλώχινα (ἐξυπ. Σικελίαν) Πινδ. Ἀποσπ. 219˙ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς μετ’ οὐδ. ἐπιθ., ἄορι τρ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 31˙ τρ. τριγώνῳ Νόνν. Δ. 6. 123˙ βέλη τρ. Παῦλ. Αἰγ.˙ - τρ. ὑμένες, αἱ valvolae tricuspides, βαλβῖδες τῆς καρδίας, Γαλην. - Ὁ τύπος τριγλώχιν μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σιμωνίδου (Ἀποσπ. 250), ὑπὸ τοῦ Χοιροβ. ἐν τοῖς Α. Β. 1424. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τριγλώχινι τριγώνῳ, τρεῖς γωνίας ἔχοντι».
Middle Liddell
τρι-γλώχῑς, ῑνος, ὁ, ἡ,
three-barbed, Il.