Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποιητέος: Difference between revisions

From LSJ

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ποιέω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ποιέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποιητέος''': , -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ ποιεῖν, Ἡρόδ. 1. 191., 7. 15, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796, Πλάτ. Πολ. 361C· π. εὐλάβειά τινος Ἀντιφῶν 123. 44· τὸ ποιητέον = ὃ δεῖ ποιεῖν, Θουκ. 4. 99 ΙΙ. ποιητέον, δεῖ ποιεῖν Ἀνδοκ. 25. 29.
|elnltext=ποιητέος -α -ον, adj. verb. van ποιέω, wat te doen staat: subst.. τὸ ποιητέον wat gedaan moet worden Thuc. 4.99; περὶ πολλοῦ ποιητέον εἶναι (zelfkennis) moet veel waard geacht worden Xen. Mem. 4.2.30.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποιητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να κατασκευαστεί ή να γίνει, σε Θουκ.
|lsmtext='''ποιητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να κατασκευαστεί ή να γίνει, σε Θουκ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=ποιητέος -α -ον, adj. verb. van ποιέω, wat te doen staat: subst.. τὸ ποιητέον wat gedaan moet worden Thuc. 4.99; περὶ πολλοῦ ποιητέον εἶναι (zelfkennis) moet veel waard geacht worden Xen. Mem. 4.2.30.
|lstext='''ποιητέος''': , -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ ποιεῖν, Ἡρόδ. 1. 191., 7. 15, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796, Πλάτ. Πολ. 361C· π. εὐλάβειά τινος Ἀντιφῶν 123. 44· τὸ ποιητέον = ὃ δεῖ ποιεῖν, Θουκ. 4. 99 ΙΙ. ποιητέον, δεῖ ποιεῖν Ἀνδοκ. 25. 29.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ποιητέος]], η, ον, [from [[ποίησις]] verb. adj.]<br />to be made or done, Hdt., [[attic]]; τὸ [[ποιητέον]] [[what]] must be done, Thuc.
|mdlsjtxt=[[ποιητέος]], η, ον, [from [[ποίησις]] verb. adj.]<br />to be made or done, Hdt., [[attic]]; τὸ [[ποιητέον]] [[what]] must be done, Thuc.
}}
}}

Revision as of 18:05, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιητέος Medium diacritics: ποιητέος Low diacritics: ποιητέος Capitals: ΠΟΙΗΤΕΟΣ
Transliteration A: poiētéos Transliteration B: poiēteos Transliteration C: poiiteos Beta Code: poihte/os

English (LSJ)

α, ον, A to be made or done, Hdt.1.191, 7.15, Hp.Art.27, Pl.R.361c; εὐλάβειά τινος π. Antipho 3.3.11; τὸ π., = τί δεῖ ποιεῖν, Th.4.99. II ποιητέον, one must make or do, And.3.16, Onos.22.2, etc.:—from Med., one must deem, περὶ πολλοῦ π. τὸ ἑαυτὸν γιγνώσκειν X.Mem.4.2.30.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποιητέος -α -ον, adj. verb. van ποιέω, wat te doen staat: subst.. τὸ ποιητέον wat gedaan moet worden Thuc. 4.99; περὶ πολλοῦ ποιητέον εἶναι (zelfkennis) moet veel waard geacht worden Xen. Mem. 4.2.30.

Greek Monotonic

ποιητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να κατασκευαστεί ή να γίνει, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

ποιητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ ποιεῖν, Ἡρόδ. 1. 191., 7. 15, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796, Πλάτ. Πολ. 361C· π. εὐλάβειά τινος Ἀντιφῶν 123. 44· τὸ ποιητέον = ὃ δεῖ ποιεῖν, Θουκ. 4. 99 ΙΙ. ποιητέον, δεῖ ποιεῖν Ἀνδοκ. 25. 29.

Middle Liddell

ποιητέος, η, ον, [from ποίησις verb. adj.]
to be made or done, Hdt., attic; τὸ ποιητέον what must be done, Thuc.