καταδατέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
m (Text replacement - "nisi leg." to "nisi leg.")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 10: Line 10:
|Definition=fut. <b class="b3">-δάσομαι</b> (v. infr.):—Med., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[divide among themselves]], [[tear and devour]], κύνες κατὰ πάντα δάσονται <span class="bibl">Il.22.354</span>:— Pass., <b class="b3">ὑπ' ἰχθύων καταδασθῆναι</b> ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[κατεδεσθῆναι]]) <span class="bibl">Luc.<span class="title">Demon.</span> 35</span>; <b class="b3">καταδέδασται· καταβέβρωται, καταμεμέρισται</b>, Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα</b> [[divided]], [[allotted]] it, <span class="title">Tab.Heracl.</span>2.28.</span>
|Definition=fut. <b class="b3">-δάσομαι</b> (v. infr.):—Med., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[divide among themselves]], [[tear and devour]], κύνες κατὰ πάντα δάσονται <span class="bibl">Il.22.354</span>:— Pass., <b class="b3">ὑπ' ἰχθύων καταδασθῆναι</b> ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[κατεδεσθῆναι]]) <span class="bibl">Luc.<span class="title">Demon.</span> 35</span>; <b class="b3">καταδέδασται· καταβέβρωται, καταμεμέρισται</b>, Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα</b> [[divided]], [[allotted]] it, <span class="title">Tab.Heracl.</span>2.28.</span>
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταδατέομαι''': μέλλ. -[[δάσομαι]], Μέσ.:- μοιράζομαί τι μετ’ ἄλλων, κατασπαράττω, [[καταβιβρώσκω]], ἀλλὰ κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατὰ πάντα δάσονται Ἰλ. Χ. 354. - Παθ., ὑπ’ ἰχθύων καταδασθῆναι (Κόβητος κατεδεσθῆναι) Λουκ. Δημώνακτος [[βίος]] 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καταδέδασται· καταβέβρωται. καταμεμέρισται». ΙΙ. τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα, ἐκ νέου κατεμερίσαμεν, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 28· πρβλ. [[προσδατέομαι]].
|elnltext=κατα-δατέομαι verscheuren, verslinden.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταδατέομαι:''' μέλ. -[[δάσομαι]] [ᾰ], Μέσ., μοιράζομαι [[κάτι]] μαζί με άλλους, [[σχίζω]] και [[καταβροχθίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''καταδατέομαι:''' μέλ. -[[δάσομαι]] [ᾰ], Μέσ., μοιράζομαι [[κάτι]] μαζί με άλλους, [[σχίζω]] και [[καταβροχθίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=κατα-δατέομαι verscheuren, verslinden.
|lstext='''καταδατέομαι''': μέλλ. -[[δάσομαι]], Μέσ.:- μοιράζομαί τι μετ’ ἄλλων, κατασπαράττω, [[καταβιβρώσκω]], ἀλλὰ κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατὰ πάντα δάσονται Ἰλ. Χ. 354. - Παθ., ὑπ’ ἰχθύων καταδασθῆναι (Κόβητος κατεδεσθῆναι) Λουκ. Δημώνακτος [[βίος]] 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καταδέδασται· καταβέβρωται. καταμεμέρισται». ΙΙ. τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα, ἐκ νέου κατεμερίσαμεν, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 28· πρβλ. [[προσδατέομαι]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[δάσομαι]]<br />Mid. to [[divide]] [[among]] [[themselves]], [[tear]] and [[devour]], Il.
|mdlsjtxt=fut. -[[δάσομαι]]<br />Mid. to [[divide]] [[among]] [[themselves]], [[tear]] and [[devour]], Il.
}}
}}

Revision as of 18:05, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδᾰτέομαι Medium diacritics: καταδατέομαι Low diacritics: καταδατέομαι Capitals: ΚΑΤΑΔΑΤΕΟΜΑΙ
Transliteration A: katadatéomai Transliteration B: katadateomai Transliteration C: katadateomai Beta Code: katadate/omai

English (LSJ)

fut. -δάσομαι (v. infr.):—Med., A divide among themselves, tear and devour, κύνες κατὰ πάντα δάσονται Il.22.354:— Pass., ὑπ' ἰχθύων καταδασθῆναι (nisi leg. κατεδεσθῆναι) Luc.Demon. 35; καταδέδασται· καταβέβρωται, καταμεμέρισται, Hsch. II τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα divided, allotted it, Tab.Heracl.2.28.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δατέομαι verscheuren, verslinden.

Greek Monotonic

καταδατέομαι: μέλ. -δάσομαι [ᾰ], Μέσ., μοιράζομαι κάτι μαζί με άλλους, σχίζω και καταβροχθίζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

καταδατέομαι: μέλλ. -δάσομαι, Μέσ.:- μοιράζομαί τι μετ’ ἄλλων, κατασπαράττω, καταβιβρώσκω, ἀλλὰ κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατὰ πάντα δάσονται Ἰλ. Χ. 354. - Παθ., ὑπ’ ἰχθύων καταδασθῆναι (Κόβητος κατεδεσθῆναι) Λουκ. Δημώνακτος βίος 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καταδέδασται· καταβέβρωται. καταμεμέρισται». ΙΙ. τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα, ἐκ νέου κατεμερίσαμεν, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 28· πρβλ. προσδατέομαι.

Middle Liddell

fut. -δάσομαι
Mid. to divide among themselves, tear and devour, Il.