παλίμφημος: Difference between revisions

From LSJ

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0449.png Seite 449]] widerrufend, widersprechend, auch mißtönend, wie [[δύσφημος]], [[βλάσφημος]], VLL.; παλίμφαμος ἀοιδὰ εἰς ἄνδρας ἴτω [[δυσκέλαδος]], Eur. Ion 1096, mss. παλίμφαος; auch Tryphiod. 423 u. Philo.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0449.png Seite 449]] widerrufend, widersprechend, auch mißtönend, wie [[δύσφημος]], [[βλάσφημος]], VLL.; παλίμφαμος ἀοιδὰ εἰς ἄνδρας ἴτω [[δυσκέλαδος]], Eur. Ion 1096, mss. παλίμφαος; auch Tryphiod. 423 u. Philo.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πᾰλίμφημος''': Δωρικ. -φᾱμος, ον, ὁ ἀνακαλῶν τὰ λεχθέντα, [[ἔξαρνος]] τῶν ἰδίων λόγων, π. ἀοιδὰ = [[παλινῳδία]], Εὐρ. Ἴων 1096, πρβλ. Μήδ. 415 κἑξ. ΙΙ. = [[κακόφημος]], [[δύσφημος]], Τρυφ. (ὀρθότ. Τριφ-) 423, Ἡσύχ.· π. εὐχαὶ Φίλων 2. 301.
|elnltext=παλίμφημος -ον, Dor. παλίμφᾱμος [πάλιν, φήμη] herroepend:. π. ἀοιδά (= παλινῳδία ) palinodie Eur. Ion 1096.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 22:
|lsmtext='''πᾰλίμφημος:''' Δωρ. -φᾱμος, -ον ([[φήμη]]), αυτός που ανακαλεί τα [[λόγια]] του, που αναιρεί, [[παλίμφημος]] ἀοιδά= [[παλινῳδία]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πᾰλίμφημος:''' Δωρ. -φᾱμος, -ον ([[φήμη]]), αυτός που ανακαλεί τα [[λόγια]] του, που αναιρεί, [[παλίμφημος]] ἀοιδά= [[παλινῳδία]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=παλίμφημος -ον, Dor. παλίμφᾱμος [πάλιν, φήμη] herroepend:. π. ἀοιδά (= παλινῳδία ) palinodie Eur. Ion 1096.
|lstext='''πᾰλίμφημος''': Δωρικ. -φᾱμος, ον, ὁ ἀνακαλῶν τὰ λεχθέντα, [[ἔξαρνος]] τῶν ἰδίων λόγων, π. ἀοιδὰ = [[παλινῳδία]], Εὐρ. Ἴων 1096, πρβλ. Μήδ. 415 κἑξ. ΙΙ. = [[κακόφημος]], [[δύσφημος]], Τρυφ. (ὀρθότ. Τριφ-) 423, Ἡσύχ.· π. εὐχαὶ Φίλων 2. 301.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰλίμ-φημος, δοριξ πᾰλίμ-φᾱμος, ον, [[φήμη]]<br />[[back]]-[[speaking]], recanting, π. ἀοιδά = [[παλινῳδία]], Eur.
|mdlsjtxt=πᾰλίμ-φημος, δοριξ πᾰλίμ-φᾱμος, ον, [[φήμη]]<br />[[back]]-[[speaking]], recanting, π. ἀοιδά = [[παλινῳδία]], Eur.
}}
}}

Revision as of 18:05, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμφημος Medium diacritics: παλίμφημος Low diacritics: παλίμφημος Capitals: ΠΑΛΙΜΦΗΜΟΣ
Transliteration A: palímphēmos Transliteration B: palimphēmos Transliteration C: palimfimos Beta Code: pali/mfhmos

English (LSJ)

Dor. πᾰλίμ-φᾱμος, ον, A back-speaking, recanting, π. ἀοιδά, = παλινῳδία, a song of recantation, reproaching the male sex instead of the female, E.Ion 1096 (lyr.), cf. Med.415 sq. II = κακόφημος, δύσφημος, λαβροσύναι Tryph.423, cf. Hsch.; π. εὐχαί Ph.2.301; ὄναρ ib.55.

German (Pape)

[Seite 449] widerrufend, widersprechend, auch mißtönend, wie δύσφημος, βλάσφημος, VLL.; παλίμφαμος ἀοιδὰ εἰς ἄνδρας ἴτω δυσκέλαδος, Eur. Ion 1096, mss. παλίμφαος; auch Tryphiod. 423 u. Philo.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίμφημος -ον, Dor. παλίμφᾱμος [πάλιν, φήμη] herroepend:. π. ἀοιδά (= παλινῳδία ) palinodie Eur. Ion 1096.

Greek Monolingual

παλίμφημος, -ον (Α και δωρ. τ. παλίμφαμος, -ον)
1. αυτός που αναιρεί τα λόγια του, αυτός που ανακαλεί όσα είπε («παλίμφαμος ἀοιδά» — η παλινωδία, Ευρ.)
2. κακόφημος, δύσφημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ-φημος].

Greek Monotonic

πᾰλίμφημος: Δωρ. -φᾱμος, -ον (φήμη), αυτός που ανακαλεί τα λόγια του, που αναιρεί, παλίμφημος ἀοιδά= παλινῳδία, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμφημος: Δωρικ. -φᾱμος, ον, ὁ ἀνακαλῶν τὰ λεχθέντα, ἔξαρνος τῶν ἰδίων λόγων, π. ἀοιδὰ = παλινῳδία, Εὐρ. Ἴων 1096, πρβλ. Μήδ. 415 κἑξ. ΙΙ. = κακόφημος, δύσφημος, Τρυφ. (ὀρθότ. Τριφ-) 423, Ἡσύχ.· π. εὐχαὶ Φίλων 2. 301.

Middle Liddell

πᾰλίμ-φημος, δοριξ πᾰλίμ-φᾱμος, ον, φήμη
back-speaking, recanting, π. ἀοιδά = παλινῳδία, Eur.