Εὔκολος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(6_3)
 
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''Εὔκολος''': «[[Ἑρμῆς]] παρὰ Μεταποντίοις» Ἡσύχ.<br />ον, ([[κόλον]]): Ι. ἐπὶ προσώπων, εὐκόλως εὐχαριστούμενος μὲ τὴν τροφήν του, Ἀνθ. Π. 9. 72· εὔκ. τῇ διαίτῃ Πλουτ. Λυκοῦργ. 16· τὸ εὔκολον τῆς διαίτης ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 3: - ἀλλὰ παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, 2) περὶ διαθέσεως τῆς ψυχῆς, ἀντίθετ. τῷ [[δύσκολος]], εὐκόλως ἱκανοποιούμενος, [[αὐτάρκης]], [[πρᾶος]], [[εἰρηνικός]], «καλόκαρδος», Λατ. facilis, comis, λεγόμενον περὶ τοῦ Σοφοκλέους ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 82, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12· [[μετὰ]] δοτ., [[εὔκολος]] πολίταις, φιλικὸς πρὸς αὐτούς, ἐν εἰρήνῃ διάγων μετ’ αὐτῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 359· εὔκ. ἑαυτῷ Πλάτ. Πολ. 33Α· εὔκ. προς τινα Πλουτ. Φάβ. 1: - Ἐπίρρ. -λως, μετ’ εὐκολίας, ἡσύχως, [[πράως]], εὐκ. ἐξέπιε Πλάτ. Φαίδων 117C εὐκ. φέρειν τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 12· εὐκόλως ἔχειν Λυσ. 101. 23· ζῆν Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 2· [[ὡσαύτως]], ἀμελῶς, [[ἄνευ]] φροντίδος, Πλάτ. Σοφιστ. 242C. 2) ἕτοιμος, [[πρόθυμος]], [[εὐκίνητος]], Ἀνθ. Π. 5. 206, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 130, Δ΄, 96. 4) σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασ., εὐκόλως κλίνων ἢ ὠθούμενος [[πρός]] τι, [[ἐπιρρεπής]], πρὸς ἀδικίαν Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 40· ὀργαῖς Πλούτ. 2. 463D. II. ἐπὶ πραγμάτων, [[εὔκολος]], οὐ γὰρ εὐκόλῳ ἔοικεν Πλάτ. Πολ. 453D, πρβλ. Παρμ. 131 Ε: -Ὑπερθ. -ώτατος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 779 Ε.
|lstext='''Εὔκολος''': «[[Ἑρμῆς]] παρὰ Μεταποντίοις» Ἡσύχ.<br />ον, ([[κόλον]]): Ι. ἐπὶ προσώπων, εὐκόλως εὐχαριστούμενος μὲ τὴν τροφήν του, Ἀνθ. Π. 9. 72· εὔκ. τῇ διαίτῃ Πλουτ. Λυκοῦργ. 16· τὸ εὔκολον τῆς διαίτης ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 3: - ἀλλὰ παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, 2) περὶ διαθέσεως τῆς ψυχῆς, ἀντίθετ. τῷ [[δύσκολος]], εὐκόλως ἱκανοποιούμενος, [[αὐτάρκης]], [[πρᾶος]], [[εἰρηνικός]], «καλόκαρδος», Λατ. facilis, comis, λεγόμενον περὶ τοῦ Σοφοκλέους ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 82, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12· [[μετὰ]] δοτ., [[εὔκολος]] πολίταις, φιλικὸς πρὸς αὐτούς, ἐν εἰρήνῃ διάγων μετ’ αὐτῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 359· εὔκ. ἑαυτῷ Πλάτ. Πολ. 33Α· εὔκ. προς τινα Πλουτ. Φάβ. 1: - Ἐπίρρ. -λως, μετ’ εὐκολίας, ἡσύχως, [[πράως]], εὐκ. ἐξέπιε Πλάτ. Φαίδων 117C εὐκ. φέρειν τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 12· εὐκόλως ἔχειν Λυσ. 101. 23· ζῆν Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 2· [[ὡσαύτως]], ἀμελῶς, [[ἄνευ]] φροντίδος, Πλάτ. Σοφιστ. 242C. 2) ἕτοιμος, [[πρόθυμος]], [[εὐκίνητος]], Ἀνθ. Π. 5. 206, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 130, Δ΄, 96. 4) σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασ., εὐκόλως κλίνων ἢ ὠθούμενος [[πρός]] τι, [[ἐπιρρεπής]], πρὸς ἀδικίαν Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 40· ὀργαῖς Πλούτ. 2. 463D. II. ἐπὶ πραγμάτων, [[εὔκολος]], οὐ γὰρ εὐκόλῳ ἔοικεν Πλάτ. Πολ. 453D, πρβλ. Παρμ. 131 Ε: -Ὑπερθ. -ώτατος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 779 Ε.
}}
}}

Latest revision as of 18:13, 6 October 2022

Greek (Liddell-Scott)

Εὔκολος: «Ἑρμῆς παρὰ Μεταποντίοις» Ἡσύχ.
ον, (κόλον): Ι. ἐπὶ προσώπων, εὐκόλως εὐχαριστούμενος μὲ τὴν τροφήν του, Ἀνθ. Π. 9. 72· εὔκ. τῇ διαίτῃ Πλουτ. Λυκοῦργ. 16· τὸ εὔκολον τῆς διαίτης ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 3: - ἀλλὰ παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, 2) περὶ διαθέσεως τῆς ψυχῆς, ἀντίθετ. τῷ δύσκολος, εὐκόλως ἱκανοποιούμενος, αὐτάρκης, πρᾶος, εἰρηνικός, «καλόκαρδος», Λατ. facilis, comis, λεγόμενον περὶ τοῦ Σοφοκλέους ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 82, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12· μετὰ δοτ., εὔκολος πολίταις, φιλικὸς πρὸς αὐτούς, ἐν εἰρήνῃ διάγων μετ’ αὐτῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 359· εὔκ. ἑαυτῷ Πλάτ. Πολ. 33Α· εὔκ. προς τινα Πλουτ. Φάβ. 1: - Ἐπίρρ. -λως, μετ’ εὐκολίας, ἡσύχως, πράως, εὐκ. ἐξέπιε Πλάτ. Φαίδων 117C εὐκ. φέρειν τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 12· εὐκόλως ἔχειν Λυσ. 101. 23· ζῆν Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 2· ὡσαύτως, ἀμελῶς, ἄνευ φροντίδος, Πλάτ. Σοφιστ. 242C. 2) ἕτοιμος, πρόθυμος, εὐκίνητος, Ἀνθ. Π. 5. 206, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 130, Δ΄, 96. 4) σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασ., εὐκόλως κλίνων ἢ ὠθούμενος πρός τι, ἐπιρρεπής, πρὸς ἀδικίαν Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 40· ὀργαῖς Πλούτ. 2. 463D. II. ἐπὶ πραγμάτων, εὔκολος, οὐ γὰρ εὐκόλῳ ἔοικεν Πλάτ. Πολ. 453D, πρβλ. Παρμ. 131 Ε: -Ὑπερθ. -ώτατος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 779 Ε.