insoportable: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
(2)
 
(CSV import)
 
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[δυσχερής]], [[ἀσχήμων]], [[δυσυποχώρητος]], [[δυσύποιστος]], [[δυσκαρτέρητος]], [[ἀργαλέος]], [[δυσφόρητος]], [[ἄσχετος]], [[ἀβίωτος]], [[ἄφερτος]], [[δυσφερής]], [[ἀδιάγωγος]], [[ἀκυρίευτος]], [[ἀνυπότλητος]], [[δυσυπομόνητος]], [[δυσυπομένητος]], [[ἀνεγκαρτέρητος]], [[ἀνεκκαρτέρητος]], [[ἄστεκτος]], [[δύσοιστος]], [[ἀκαρτέρητος]], [[ἀνύποιστος]], [[ἀτόλμητος]], [[ἀνυπομόνητος]], [[ἄτλητος]], [[ἀφόρητος]], [[δυσαχθής]], [[δυσάλγητος]], [[ἀβάστακτος]], [[ἀστεργής]], [[αἰνός]]
|sltx=[[αἰνός]], [[δυσάλγητος]], [[δυσαχθής]], [[δυσκαρτέρητος]], [[δυσυπομένητος]], [[δυσυπομόνητος]], [[δυσυποχώρητος]], [[δυσφερής]], [[δυσφόρητος]], [[δυσχερής]], [[δυσύποιστος]], [[δύσοιστος]], [[ἀβάστακτος]], [[ἀβίωτος]], [[ἀδιάγωγος]], [[ἀκαρτέρητος]], [[ἀκυρίευτος]], [[ἀνεγκαρτέρητος]], [[ἀνεκκαρτέρητος]], [[ἀνυπομόνητος]], [[ἀνυπότλητος]], [[ἀνύποιστος]], [[ἀργαλέος]], [[ἀστεργής]], [[ἀσχήμων]], [[ἀτόλμητος]], [[ἀφόρητος]], [[ἄλαστος]], [[ἄστεκτος]], [[ἄσχετος]], [[ἄτλητος]], [[ἄφερτος]]
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 10 October 2022