insoportable: Difference between revisions
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
(2) |
(CSV import) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[αἰνός]], [[δυσάλγητος]], [[δυσαχθής]], [[δυσκαρτέρητος]], [[δυσυπομένητος]], [[δυσυπομόνητος]], [[δυσυποχώρητος]], [[δυσφερής]], [[δυσφόρητος]], [[δυσχερής]], [[δυσύποιστος]], [[δύσοιστος]], [[ἀβάστακτος]], [[ἀβίωτος]], [[ἀδιάγωγος]], [[ἀκαρτέρητος]], [[ἀκυρίευτος]], [[ἀνεγκαρτέρητος]], [[ἀνεκκαρτέρητος]], [[ἀνυπομόνητος]], [[ἀνυπότλητος]], [[ἀνύποιστος]], [[ἀργαλέος]], [[ἀστεργής]], [[ἀσχήμων]], [[ἀτόλμητος]], [[ἀφόρητος]], [[ἄλαστος]], [[ἄστεκτος]], [[ἄσχετος]], [[ἄτλητος]], [[ἄφερτος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:40, 10 October 2022
Spanish > Greek
αἰνός, δυσάλγητος, δυσαχθής, δυσκαρτέρητος, δυσυπομένητος, δυσυπομόνητος, δυσυποχώρητος, δυσφερής, δυσφόρητος, δυσχερής, δυσύποιστος, δύσοιστος, ἀβάστακτος, ἀβίωτος, ἀδιάγωγος, ἀκαρτέρητος, ἀκυρίευτος, ἀνεγκαρτέρητος, ἀνεκκαρτέρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνύποιστος, ἀργαλέος, ἀστεργής, ἀσχήμων, ἀτόλμητος, ἀφόρητος, ἄλαστος, ἄστεκτος, ἄσχετος, ἄτλητος, ἄφερτος