ομαλής: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμαλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για το [[έδαφος]]) [[επίπεδος]], [[ομαλός]] («ἀνελθόντι [[ὁμαλής]] ἐστιν ὁ [[λόφος]] καὶ [[ἐπίπεδος]]», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τους νεφρούς) [[γλιστερός]]<br /><b>3.</b> (για [[φύλλωμα]]) [[λείος]]<br /><b>4.</b> (για [[κίνηση]]) [[ισοταχής]]<br /><b>5.</b> (για συνθήκες ζωής) μη [[υπερβολικός]], [[μέτριος]], [[μετρημένος]]<br /><b>6.</b> (για [[περιουσία]]) [[ίσος]] («καὶ ζῆν μετ' [[ἀλλήλων]] ἅπαντας ὁμαλεῑς καὶ ίσοκλήρους τοῖς βίοις γενομένους», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμαλός]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ής</i>, -<i>ές</i>].
|mltxt=[[ὁμαλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για το [[έδαφος]]) [[επίπεδος]], [[ομαλός]] («ἀνελθόντι [[ὁμαλής]] ἐστιν ὁ [[λόφος]] καὶ [[ἐπίπεδος]]», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τους νεφρούς) [[γλιστερός]]<br /><b>3.</b> (για [[φύλλωμα]]) [[λείος]]<br /><b>4.</b> (για [[κίνηση]]) [[ισοταχής]]<br /><b>5.</b> (για συνθήκες ζωής) μη [[υπερβολικός]], [[μέτριος]], [[μετρημένος]]<br /><b>6.</b> (για [[περιουσία]]) [[ίσος]] («καὶ ζῆν μετ' [[ἀλλήλων]] ἅπαντας ὁμαλεῖς καὶ ίσοκλήρους τοῖς βίοις γενομένους», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμαλός]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ής</i>, -<i>ές</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 13 October 2022

Greek Monolingual

ὁμαλής, -ές (Α)
1. (για το έδαφος) επίπεδος, ομαλός («ἀνελθόντι ὁμαλής ἐστιν ὁ λόφος καὶ ἐπίπεδος», Παυσ.)
2. (για τους νεφρούς) γλιστερός
3. (για φύλλωμα) λείος
4. (για κίνηση) ισοταχής
5. (για συνθήκες ζωής) μη υπερβολικός, μέτριος, μετρημένος
6. (για περιουσία) ίσος («καὶ ζῆν μετ' ἀλλήλων ἅπαντας ὁμαλεῖς καὶ ίσοκλήρους τοῖς βίοις γενομένους», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαλός, κατά τα επίθ. σε -ής, -ές].