ιδιοφυής: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἰδιοφυής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει έμφυτη [[ικανότητα]] για εξαιρετική [[επίδοση]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει δική του, ξεχωριστή [[ποιότητα]] («ἰδιοφυεῑς σάλπιγγες», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Τὰ ἰδιοφυῆ</i><br />[[τίτλος]] έργου του Αρχελάου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύος]], <i>το</i>), [[πρβλ]]. [[ευφυής]], [[μεγαλοφυής]]].
|mltxt=-ές (Α [[ἰδιοφυής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει έμφυτη [[ικανότητα]] για εξαιρετική [[επίδοση]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει δική του, ξεχωριστή [[ποιότητα]] («ἰδιοφυεῖς σάλπιγγες», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Τὰ ἰδιοφυῆ</i><br />[[τίτλος]] έργου του Αρχελάου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύος]], <i>το</i>), [[πρβλ]]. [[ευφυής]], [[μεγαλοφυής]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 13 October 2022

Greek Monolingual

-ές (Α ἰδιοφυής, -ές)
νεοελλ.
αυτός που έχει έμφυτη ικανότητα για εξαιρετική επίδοση σε κάτι
αρχ.
1. αυτός που έχει δική του, ξεχωριστή ποιότητα («ἰδιοφυεῖς σάλπιγγες», Διόδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Τὰ ἰδιοφυῆ
τίτλος έργου του Αρχελάου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -φυης (< φύος, το), πρβλ. ευφυής, μεγαλοφυής].