Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κλείστρο: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
(20)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α κλεῑστρον, δωρ. τ. [[κλάϊστρον]] και κλᾴσθρον)<br />[[κλείω]] (Ι)]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> μεταλλικό [[εξάρτημα]] που προσαρμόζεται στο οπίσθιο [[άκρο]] του [[σωλήνα]] τών οπισθογεμών όπλων<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> όργανο-[[τμήμα]] τών [[μαλακίων]] του γένους clausilia<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>(φωτογρ.)</b> «φωτογραφικό [[κλείστρο]]» — [[εξάρτημα]] της φωτογραφικής μηχανής το οποίο μπορεί να ανοίγει και να εκθέτει το [[φιλμ]] στο εισερχόμενο φως για ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κλείθρο]], η [[κλειδαριά]]<br /><b>2.</b> [[μοχλός]] για [[κλείδωμα]], [[σύρτης]], [[αμπάρα]] («κλῶπές τινες ἀνασπάσαντες τὸ [[κλεῖστρον]] ἐκφέρουσιν ἅπαντα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> (και μτφ. για τα βλέφαρα) («γλεφάρων ἁδὺ [[κλάϊστρον]]», <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=το (Α κλεῖστρον, δωρ. τ. [[κλάϊστρον]] και κλᾴσθρον)<br />[[κλείω]] (Ι)]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> μεταλλικό [[εξάρτημα]] που προσαρμόζεται στο οπίσθιο [[άκρο]] του [[σωλήνα]] τών οπισθογεμών όπλων<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> όργανο-[[τμήμα]] τών [[μαλακίων]] του γένους clausilia<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>(φωτογρ.)</b> «φωτογραφικό [[κλείστρο]]» — [[εξάρτημα]] της φωτογραφικής μηχανής το οποίο μπορεί να ανοίγει και να εκθέτει το [[φιλμ]] στο εισερχόμενο φως για ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κλείθρο]], η [[κλειδαριά]]<br /><b>2.</b> [[μοχλός]] για [[κλείδωμα]], [[σύρτης]], [[αμπάρα]] («κλῶπές τινες ἀνασπάσαντες τὸ [[κλεῖστρον]] ἐκφέρουσιν ἅπαντα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> (και μτφ. για τα βλέφαρα) («γλεφάρων ἁδὺ [[κλάϊστρον]]», <b>Πίνδ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 13 October 2022

Greek Monolingual

το (Α κλεῖστρον, δωρ. τ. κλάϊστρον και κλᾴσθρον)
κλείω (Ι)]
νεοελλ.
1. στρ. μεταλλικό εξάρτημα που προσαρμόζεται στο οπίσθιο άκρο του σωλήνα τών οπισθογεμών όπλων
2. ζωολ. όργανο-τμήμα τών μαλακίων του γένους clausilia
3. φρ. (φωτογρ.) «φωτογραφικό κλείστρο» — εξάρτημα της φωτογραφικής μηχανής το οποίο μπορεί να ανοίγει και να εκθέτει το φιλμ στο εισερχόμενο φως για ορισμένο χρονικό διάστημα
αρχ.
1. το κλείθρο, η κλειδαριά
2. μοχλός για κλείδωμα, σύρτης, αμπάρα («κλῶπές τινες ἀνασπάσαντες τὸ κλεῖστρον ἐκφέρουσιν ἅπαντα», Λουκιαν.)
3. (και μτφ. για τα βλέφαρα) («γλεφάρων ἁδὺ κλάϊστρον», Πίνδ.).