αχρείος: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM | |mltxt=-α, -ο (AM ἀχρεῖος, -α, -ον)<br />[[άχρηστος]], εντελώς [[ασήμαντος]], [[τιποτένιος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αισχρός]], [[φαύλος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[άσχημος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακατάλληλος]], [[ανίκανος]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[ανίκανος]] για [[μάχη]], [[απόλεμος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἀχρεῖον</i><br />[[χωρίς]] λόγο, [[χωρίς]] [[αιτία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[χρεία]]. Η λ. προσέλαβε ηθικές και κοινωνικές αποχρώσεις αντιτιθέμενη στο επίθ. [[χρηστός]]. Αρχικά σήμαινε «[[άχρηστος]], [[ασήμαντος]]» και αργότερα μετέπεσε στη [[σημασία]] «[[αισχρός]], [[φαύλος]]» και τη [[θέση]] του πήρε το επίθ. [[άχρηστος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:32, 13 October 2022
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἀχρεῖος, -α, -ον)
άχρηστος, εντελώς ασήμαντος, τιποτένιος
μσν.- νεοελλ.
αισχρός, φαύλος
μσν.
άσχημος
αρχ.
1. ακατάλληλος, ανίκανος για κάτι
2. ανίκανος για μάχη, απόλεμος
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀχρεῖον
χωρίς λόγο, χωρίς αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + χρεία. Η λ. προσέλαβε ηθικές και κοινωνικές αποχρώσεις αντιτιθέμενη στο επίθ. χρηστός. Αρχικά σήμαινε «άχρηστος, ασήμαντος» και αργότερα μετέπεσε στη σημασία «αισχρός, φαύλος» και τη θέση του πήρε το επίθ. άχρηστος].