ζοφοδορπίδας: Difference between revisions

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζοφοδορπίδας]] και ζοφοδορπίας και ζοφοδερκίας, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δειπνάει στο [[σκοτάδι]] ή [[κρυφά]] («τοῦτον [τον Πιττακό] ἀποκαλεῑ ζοφοδορπίδαν ώς ἄλυχνον», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (σε [[αντίθεση]] με τον τρεχέδειπνον) αυτός που προσέρχεται τρέχοντας στο [[δείπνο]] και βιάζεται να προφθάσει («τοὺς βράδιον ἐπὶ τὸ δεῖπνον ἐλθόντας... κωλυσιδείπνους καὶ [[ζοφοδορπίδας]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζόφος]] <span style="color: red;">+</span> [[δόρπον]] «[[δείπνο]]»].
|mltxt=[[ζοφοδορπίδας]] και ζοφοδορπίας και ζοφοδερκίας, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δειπνάει στο [[σκοτάδι]] ή [[κρυφά]] («τοῦτον [τον Πιττακό] ἀποκαλεῖ ζοφοδορπίδαν ώς ἄλυχνον», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (σε [[αντίθεση]] με τον τρεχέδειπνον) αυτός που προσέρχεται τρέχοντας στο [[δείπνο]] και βιάζεται να προφθάσει («τοὺς βράδιον ἐπὶ τὸ δεῖπνον ἐλθόντας... κωλυσιδείπνους καὶ [[ζοφοδορπίδας]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζόφος]] <span style="color: red;">+</span> [[δόρπον]] «[[δείπνο]]»].
}}
}}

Revision as of 09:35, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζοφοδορπίδας Medium diacritics: ζοφοδορπίδας Low diacritics: ζοφοδορπίδας Capitals: ΖΟΦΟΔΟΡΠΙΔΑΣ
Transliteration A: zophodorpídas Transliteration B: zophodorpidas Transliteration C: zofodorpidas Beta Code: zofodorpi/das

English (LSJ)

α, ὁ, supping in the dark or in secret, of Pittacus, Alc. 37 B, cf. Plu.2.726a: ζοφοδορπίας in Theognost.Can.20, Zonar.; ζοφο-δερκίας, Hsch., Suid.

German (Pape)

[Seite 1140] nannte Alcäus den Pittakus, der im Finstern, im Verborgenen zu Abend ißt, D. L. 1, 81; Plut. Symp. 8, 6, 3. Bei Suid. ζοφοδορπίας = ὁ σκοτεινὸς δεῖπνος (was wohl σκοτόδειπνος heißen soll, wie Theognost. Cram. 20 λαθροφάγος erkl.).

Russian (Dvoretsky)

ζοφοδορπίδας: ου (ῐ) ὁ ужинающий впотьмах (одно из прозвищ, данных Алкеем Питтаку Митиленскому, который ел вечернюю трапезу не зажигая огня) Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ζοφοδορπίδας: -ου, ὁ, δειπνῶν ἐν τῷ σκότει ἢ κρυφίως, περὶ τοῦ Πιττακοῦ, Ἀλκαῖ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 81, πρβλ. Πλούτ. 2. 726Α· - δορπίας παρ’ Ἡσυχ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

ζοφοδορπίδας και ζοφοδορπίας και ζοφοδερκίας, ὁ (Α)
1. αυτός που δειπνάει στο σκοτάδι ή κρυφά («τοῦτον [τον Πιττακό] ἀποκαλεῖ ζοφοδορπίδαν ώς ἄλυχνον», Διογ. Λαέρ.)
2. (σε αντίθεση με τον τρεχέδειπνον) αυτός που προσέρχεται τρέχοντας στο δείπνο και βιάζεται να προφθάσει («τοὺς βράδιον ἐπὶ τὸ δεῖπνον ἐλθόντας... κωλυσιδείπνους καὶ ζοφοδορπίδας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζόφος + δόρπον «δείπνο»].