επιφθέγγομαι: Difference between revisions

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιφθέγγομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] [[μετά]] από κάποιον ή σε [[συμφωνία]] με κάποιον («ἐγώ δ’ [[ἐπιφθέγγομαι]] κεκλαυμένα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκφέρω]] [[κάτι]] συγχρόνως ή σε [[σχέση]] με [[κάτι]] («ἐπεφθέγγετο τὰς νενομισμένας... φωνάς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> λέω, [[αποφαίνομαι]] επί [[πλέον]] («μίαν ἐπ’ αὐτοῖς ὡς οὖσαν γραμματικὴν τέχνην ἐπεφθέγξατο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> λέω, [[προφέρω]] («τῆς αὐτῶν φωνῆς [[μόριον]] ἐπιφθεγγόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αποκαλώ]]<br /><b>6.</b> [[αναφέρω]]<br /><b>7.</b> [[φωνάζω]] σε [[απάντηση]] («καὶ ὁ μἐν ἡγεῑτο λέγων "ἔξω χριστιανούς", τὸ δὲ [[πλῆθος]] ἐπεφθέγγετο "ἔξω ἐπικουρείους"», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φθέγγομαι]] «[[μιλώ]]»].
|mltxt=[[ἐπιφθέγγομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] [[μετά]] από κάποιον ή σε [[συμφωνία]] με κάποιον («ἐγώ δ’ [[ἐπιφθέγγομαι]] κεκλαυμένα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκφέρω]] [[κάτι]] συγχρόνως ή σε [[σχέση]] με [[κάτι]] («ἐπεφθέγγετο τὰς νενομισμένας... φωνάς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> λέω, [[αποφαίνομαι]] επί [[πλέον]] («μίαν ἐπ’ αὐτοῖς ὡς οὖσαν γραμματικὴν τέχνην ἐπεφθέγξατο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> λέω, [[προφέρω]] («τῆς αὐτῶν φωνῆς [[μόριον]] ἐπιφθεγγόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αποκαλώ]]<br /><b>6.</b> [[αναφέρω]]<br /><b>7.</b> [[φωνάζω]] σε [[απάντηση]] («καὶ ὁ μἐν ἡγεῖτο λέγων "ἔξω χριστιανούς", τὸ δὲ [[πλῆθος]] ἐπεφθέγγετο "ἔξω ἐπικουρείους"», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φθέγγομαι]] «[[μιλώ]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 13 October 2022

Greek Monolingual

ἐπιφθέγγομαι (Α)
1. μιλώ μετά από κάποιον ή σε συμφωνία με κάποιον («ἐγώ δ’ ἐπιφθέγγομαι κεκλαυμένα», Αισχύλ.)
2. εκφέρω κάτι συγχρόνως ή σε σχέση με κάτι («ἐπεφθέγγετο τὰς νενομισμένας... φωνάς», Πλούτ.)
3. λέω, αποφαίνομαι επί πλέον («μίαν ἐπ’ αὐτοῖς ὡς οὖσαν γραμματικὴν τέχνην ἐπεφθέγξατο», Πλάτ.)
4. λέω, προφέρω («τῆς αὐτῶν φωνῆς μόριον ἐπιφθεγγόμενοι», Πλάτ.)
5. αποκαλώ
6. αναφέρω
7. φωνάζω σε απάντηση («καὶ ὁ μἐν ἡγεῖτο λέγων "ἔξω χριστιανούς", τὸ δὲ πλῆθος ἐπεφθέγγετο "ἔξω ἐπικουρείους"», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φθέγγομαι «μιλώ»].