εύογκος: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔογκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό, αρκετό όγκο, ο [[ογκώδης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εὔογκος]] [[φωνή]]» — ηχηρή (σε [[αντιδιαστολή]] με την [[ψιλή]]) [[φωνή]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[βαρύς]], [[σπουδαίος]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει [[σχετικώς]] μεγάλο όγκο ή έχει διασταλεί σε όγκο («τοιοῦτον γὰρ | |mltxt=[[εὔογκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό, αρκετό όγκο, ο [[ογκώδης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εὔογκος]] [[φωνή]]» — ηχηρή (σε [[αντιδιαστολή]] με την [[ψιλή]]) [[φωνή]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[βαρύς]], [[σπουδαίος]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει [[σχετικώς]] μεγάλο όγκο ή έχει διασταλεί σε όγκο («τοιοῦτον γὰρ ἀποτελεῖ τὸ θερμόν, εὐογκότερον καὶ παχύτερον καὶ ξηρότερον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[τροφή]]) αυτός που προκαλεί [[φούσκωμα]], [[διόγκωση]] της κοιλιάς<br /><b>6.</b> [[φορητός]], ευκολομετακόμιστος, αυτός που μεταφέρεται εύκολα λόγω του μέτριου όγκου του («τὰ εὔογκα τῶν ἀναθημάτων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «εὔογκον [[στρατόπεδον]]» — ευμετακίνητο και ευκολοκυβέρνητο [[στρατόπεδο]] λόγω του μικρού όγκου του<br /><b>8.</b> (μτφ. για λόγο ή ύφος) ο [[μετρημένος]] στην [[έκφραση]] ή στην [[έκταση]], ο [[σύμμετρος]] [[προς]] το [[περιεχόμενο]] («τῆς λέξεως τὸ εὔογκον καὶ λιτὸν [[ὕφος]]», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐόγκως</i> (Α)<br /><b>φρ.</b> «εὐόγκως [[διάγω]]» — [[διατηρώ]] κανονική [[ευσαρκία]], έχω κανονικό όγκο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όγκος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 13 October 2022
Greek Monolingual
εὔογκος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλό, αρκετό όγκο, ο ογκώδης
2. φρ. «εὔογκος φωνή» — ηχηρή (σε αντιδιαστολή με την ψιλή) φωνή
3. μτφ. βαρύς, σπουδαίος
4. αυτός που έχει σχετικώς μεγάλο όγκο ή έχει διασταλεί σε όγκο («τοιοῦτον γὰρ ἀποτελεῖ τὸ θερμόν, εὐογκότερον καὶ παχύτερον καὶ ξηρότερον», Αριστοτ.)
5. (για τροφή) αυτός που προκαλεί φούσκωμα, διόγκωση της κοιλιάς
6. φορητός, ευκολομετακόμιστος, αυτός που μεταφέρεται εύκολα λόγω του μέτριου όγκου του («τὰ εὔογκα τῶν ἀναθημάτων», Πλούτ.)
7. φρ. «εὔογκον στρατόπεδον» — ευμετακίνητο και ευκολοκυβέρνητο στρατόπεδο λόγω του μικρού όγκου του
8. (μτφ. για λόγο ή ύφος) ο μετρημένος στην έκφραση ή στην έκταση, ο σύμμετρος προς το περιεχόμενο («τῆς λέξεως τὸ εὔογκον καὶ λιτὸν ὕφος», Πλούτ.).
επίρρ...
εὐόγκως (Α)
φρ. «εὐόγκως διάγω» — διατηρώ κανονική ευσαρκία, έχω κανονικό όγκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όγκος].