μίξη: Difference between revisions

From LSJ

καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains

Source
(25)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μείξη]], η (ΑΜ [[μίξις]], -εως, Α και μεῑξις) [[μ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[μιγνύω]], [[ανάμιξη]], [[ανακάτωμα]] («σηπομένου τοῡ ὕδατος καὶ μίξιν τινὰ λαμβάνοντος πρὸς τὴν γῆν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> η [[επαφή]], η [[συνεύρεση]] με [[άλλο]] [[πρόσωπο]] (α. «σαρκική [[μίξη]]» β. «[[μίξις]] ὄνων πρὸς ἵππους», Ανακρ.)<br /><b>3.</b> το ένα από τα [[τρία]] μέρη της μελοποιίας και ρυθμοποιίας στην αρχαία ελληνική [[μουσική]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> η [[τεχνική]] της ανάμιξης, του συνδυασμού τών ηχητικών στοιχείων που συνθέτουν ένα μουσικό [[έργο]], αλλ. [[μιξάζ]].
|mltxt=και [[μείξη]], η (ΑΜ [[μίξις]], -εως, Α και μεῖξις) [[μείγνυμι]], [[μίγνυμι]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[μιγνύω]], [[ανάμιξη]], [[ανακάτωμα]] («σηπομένου τοῦ ὕδατος καὶ μίξιν τινὰ λαμβάνοντος πρὸς τὴν γῆν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> η [[επαφή]], η [[συνεύρεση]] με [[άλλο]] [[πρόσωπο]] (α. «σαρκική [[μίξη]]» β. «[[μίξις]] ὄνων πρὸς ἵππους», Ανακρ.)<br /><b>3.</b> το ένα από τα [[τρία]] μέρη της μελοποιίας και ρυθμοποιίας στην αρχαία ελληνική [[μουσική]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> η [[τεχνική]] της ανάμιξης, του συνδυασμού τών ηχητικών στοιχείων που συνθέτουν ένα μουσικό [[έργο]], αλλ. [[μιξάζ]].
}}
}}

Latest revision as of 09:39, 13 October 2022

Greek Monolingual

και μείξη, η (ΑΜ μίξις, -εως, Α και μεῖξις) μείγνυμι, μίγνυμι
1. η ενέργεια του μιγνύω, ανάμιξη, ανακάτωμα («σηπομένου τοῦ ὕδατος καὶ μίξιν τινὰ λαμβάνοντος πρὸς τὴν γῆν», Θεόφρ.)
2. η επαφή, η συνεύρεση με άλλο πρόσωπο (α. «σαρκική μίξη» β. «μίξις ὄνων πρὸς ἵππους», Ανακρ.)
3. το ένα από τα τρία μέρη της μελοποιίας και ρυθμοποιίας στην αρχαία ελληνική μουσική
νεοελλ.
μουσ. η τεχνική της ανάμιξης, του συνδυασμού τών ηχητικών στοιχείων που συνθέτουν ένα μουσικό έργο, αλλ. μιξάζ.