παμβασιλεύς: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[παμβασιλεύς]], -έως)<br />[[προσωνυμία]] του Θεού και του Ιησού Χριστού ως βασιλέων του σύμπαντος («ἐξέχεεν εἰς θεμέλια θυσιαστηρίου ὀσμὴν εὐωδίας ὑψίστῳ | |mltxt=ο (ΑΜ [[παμβασιλεύς]], -έως)<br />[[προσωνυμία]] του Θεού και του Ιησού Χριστού ως βασιλέων του σύμπαντος («ἐξέχεεν εἰς θεμέλια θυσιαστηρίου ὀσμὴν εὐωδίας ὑψίστῳ παμβασιλεῖ», ΠΔ.)<br />(μνσ.-αρχ.) ο [[απόλυτος]] [[μονάρχης]], ο [[βασιλεύς]] όλων («Ἁδριανὸν παμβασιλέα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βασιλεύς]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:41, 13 October 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, absolute monarch, Alc.5, LXXSi.50.15 (17); of Hadrian, Epigr.Gr. 990.3 (Balbilla).
German (Pape)
[Seite 453] ὁ, Allherrscher, König Aller, Oberkönig; Arist. pol. 1, 3; Orph. H. 72, 3 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
roi du monde entier, roi absolu.
Étymologie: πᾶν, βασιλεύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παμβασιλεύς -έως, ὁ [πᾶς, βασιλεύς] almachtige koning.
Russian (Dvoretsky)
παμβᾰσῐλεύς: έως ὁ самодержавный царь, неограниченный владыка Arst.
Greek (Liddell-Scott)
παμβᾰσιλεύς: -έως, ὁ, ἀπόλυτος μονάρχης, παμβασιλῆϊ (Κρονίδῃ) Ἀλκαίου Ἀποσπ. 5, 4, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 16, 2, Ἑβδ. (Σειρὰχ Ν΄, 18)· Αἰολ. αἰτ. -βασιλῆα, Συλλ. Ἐπιγρ. 4724. 6.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ παμβασιλεύς, -έως)
προσωνυμία του Θεού και του Ιησού Χριστού ως βασιλέων του σύμπαντος («ἐξέχεεν εἰς θεμέλια θυσιαστηρίου ὀσμὴν εὐωδίας ὑψίστῳ παμβασιλεῖ», ΠΔ.)
(μνσ.-αρχ.) ο απόλυτος μονάρχης, ο βασιλεύς όλων («Ἁδριανὸν παμβασιλέα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + βασιλεύς.
Greek Monotonic
παμβᾰσῐλεύς: -έως, ὁ, απόλυτος μονάρχης, σε Αριστ.