παλιμβάκχειος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ή παλιμβακχείος, ο (ΑΜ [[παλιβάκχειος]] και [[ | |mltxt=ή παλιμβακχείος, ο (ΑΜ [[παλιβάκχειος]] και [[παλιμβακχεῖος]])<br />[[μετρικός]] [[πους]] που αποτελείται από δύο μακρές και μία βραχεία [[συλλαβή]] (-U) ή από μία βραχεία και δύο μακρές (U -).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[βάκχειος]] / [[βακχεῖος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πᾰλιμβάκχειος:''' ὁ стих. полимвакхий (стопа ‒‒∪, обратная вакхию ∪‒‒). | |elrutext='''πᾰλιμβάκχειος:''' ὁ стих. полимвакхий (стопа ‒‒∪, обратная вакхию ∪‒‒). | ||
}} | }} |
Revision as of 09:55, 13 October 2022
English (LSJ)
ὁ, palimbacchius, a reversed Bacchius (Βάκχειος), antibacchius, antibacchus, reversed Bacchius, Heph.3.2, Aristid.Quint. 1.22, Eust.1551.54:—hence Adj. πᾰλιμβακχειᾰκός, ή, όν, Heph.13.1.
German (Pape)
[Seite 448] ὁ, ein Versfuß, der umgekehrte Bacchius, – – ñ; Drac. p. 128, 22; Schol. Hephaest. p. 159.
Greek Monolingual
ή παλιμβακχείος, ο (ΑΜ παλιβάκχειος και παλιμβακχεῖος)
μετρικός πους που αποτελείται από δύο μακρές και μία βραχεία συλλαβή (-U) ή από μία βραχεία και δύο μακρές (U -).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βάκχειος / βακχεῖος].
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιμβάκχειος: ὁ стих. полимвакхий (стопа ‒‒∪, обратная вакхию ∪‒‒).