υπέρκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπέρκειμαι]] ΝΜΑ [[κεῑμαι]]<br />βρίσκομαι [[πάνω]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[κατέχω]] ψηλότερη [[θέση]] (α. «τα υπερκείμενα γεωλογικά στρώματα» β. «τὰ ὑπερκείμενα κρημνά», <b>Πολ.</b><br />γ. «ἡ ὀφρὺς ὑπέρκειται τοῦ ὄμματος», Φιλόστρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[δεσπόζω]], [[κυριαρχώ]] («οι υπερκείμενοι λόφοι χρησιμοποιήθηκαν ως οχυρά»)<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το υπερκείμενο</i><br /><b>(γεωπ.)</b> (στη φυτοτεχνική μέθοδο εμβολιασμού) το φυτικό [[τμήμα]] που αναπτύσσεται από το [[εμβόλιο]] και δίνει την [[κόμη]] και [[τμήμα]] του κορμού του νέου φυτού, αλλ. επικείμενο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> [[κατέχω]] ανώτερο [[αξίωμα]]<br /><b>2.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατοικώ]] σε υψηλότερα [[σημεία]] («οἱ ὑπερκείμενοι τῆς Μακεδονίας βάρβαροι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> επιβραδύνομαι ή αναβάλλομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εἰς πρᾱσιν ὑπερκείμενα» — εκτεθειμένα για [[πώληση]] <b>πάπ.</b>.
|mltxt=[[ὑπέρκειμαι]] ΝΜΑ [[κεῖμαι]]<br />βρίσκομαι [[πάνω]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[κατέχω]] ψηλότερη [[θέση]] (α. «τα υπερκείμενα γεωλογικά στρώματα» β. «τὰ ὑπερκείμενα κρημνά», <b>Πολ.</b><br />γ. «ἡ ὀφρὺς ὑπέρκειται τοῦ ὄμματος», Φιλόστρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[δεσπόζω]], [[κυριαρχώ]] («οι υπερκείμενοι λόφοι χρησιμοποιήθηκαν ως οχυρά»)<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το υπερκείμενο</i><br /><b>(γεωπ.)</b> (στη φυτοτεχνική μέθοδο εμβολιασμού) το φυτικό [[τμήμα]] που αναπτύσσεται από το [[εμβόλιο]] και δίνει την [[κόμη]] και [[τμήμα]] του κορμού του νέου φυτού, αλλ. επικείμενο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> [[κατέχω]] ανώτερο [[αξίωμα]]<br /><b>2.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατοικώ]] σε υψηλότερα [[σημεία]] («οἱ ὑπερκείμενοι τῆς Μακεδονίας βάρβαροι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> επιβραδύνομαι ή αναβάλλομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εἰς πρᾱσιν ὑπερκείμενα» — εκτεθειμένα για [[πώληση]] <b>πάπ.</b>.
}}
}}

Latest revision as of 10:00, 13 October 2022

Greek Monolingual

ὑπέρκειμαι ΝΜΑ κεῖμαι
βρίσκομαι πάνω από κάτι άλλο, κατέχω ψηλότερη θέση (α. «τα υπερκείμενα γεωλογικά στρώματα» β. «τὰ ὑπερκείμενα κρημνά», Πολ.
γ. «ἡ ὀφρὺς ὑπέρκειται τοῦ ὄμματος», Φιλόστρ.)
νεοελλ.
1. μτφ. δεσπόζω, κυριαρχώ («οι υπερκείμενοι λόφοι χρησιμοποιήθηκαν ως οχυρά»)
2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το υπερκείμενο
(γεωπ.) (στη φυτοτεχνική μέθοδο εμβολιασμού) το φυτικό τμήμα που αναπτύσσεται από το εμβόλιο και δίνει την κόμη και τμήμα του κορμού του νέου φυτού, αλλ. επικείμενο
μσν.-αρχ.
μτφ.
1. κατέχω ανώτερο αξίωμα
2. υπερέχω, υπερτερώ
αρχ.
1. κατοικώ σε υψηλότερα σημεία («οἱ ὑπερκείμενοι τῆς Μακεδονίας βάρβαροι», Πολ.)
2. επιβραδύνομαι ή αναβάλλομαι
3. φρ. «εἰς πρᾱσιν ὑπερκείμενα» — εκτεθειμένα για πώληση πάπ..