ἡνιοχικός: Difference between revisions
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἡνιοχικός]], -ή, -όν) [[ηνίοχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον ηνίοχο ή στην ήνιοχεία («ἡνιοχικόν [[εἶδος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ηνιοχική</i><br />η [[τέχνη]] του να διευθύνει [[κάποιος]] [[άρμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[ικανός]] να οδηγεί με τα [[ηνία]], ο [[επιδέξιος]] στο να οδηγεί [[άρμα]] ( | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἡνιοχικός]], -ή, -όν) [[ηνίοχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον ηνίοχο ή στην ήνιοχεία («ἡνιοχικόν [[εἶδος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ηνιοχική</i><br />η [[τέχνη]] του να διευθύνει [[κάποιος]] [[άρμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[ικανός]] να οδηγεί με τα [[ηνία]], ο [[επιδέξιος]] στο να οδηγεί [[άρμα]] («ἀνδρεῖοι καὶ ἡνιοχικοί», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡνιοχική</i><br />η [[τέχνη]] του ηνιόχου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡνιοχικῶς</i> (Μ)<br />με ηνιοχικό τρόπο, με τον τρόπο του ηνιόχου. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:05, 13 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, of or for driving, εἶδος Pl.Phdr.253csq.; χιτὼν ἡ. a driver's coat, Callix.2; στολή Jul.Or.3.122c: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of driving, Pl.Ion538b. Adv. -κῶς Eust.1303.35.
German (Pape)
[Seite 1172] ή, όν, im Wagen- u. Rosselenken geschickt, Eust.; ἡ ἡνιοχικὴ τέχνη, die Kunst, die Rosse zu lenken, Plat. Ion 538 b, vgl. Phaedr. 253 d; χιτῶνες ἡνιοχικοί, wie sie die Wagenlenker haben, Callixen. bei Ath. V, 200 f. – Adv., Eust. 1303, 36.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de cocher ; ἡ ἡνιοχική (τέχνη) l'art de conduire un char.
Étymologie: ἡνίοχος.
Russian (Dvoretsky)
ἡνιοχικός: обладающий мастерством возницы (εἶδος ψυχῆς Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιοχικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἡνιοχείαν, ἵππος Πλάτ. Φαίδρ. 253C, κἑξ.· χιτὼν ἡν., χιτὼν τοῦ ἡνιόχου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200F· ἡ -κη (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἐλαύνειν, διευθύνειν, Πλάτ. Ἴωνι 538Γ. -Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1303. 35.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἡνιοχικός, -ή, -όν) ηνίοχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον ηνίοχο ή στην ήνιοχεία («ἡνιοχικόν εἶδος», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η ηνιοχική
η τέχνη του να διευθύνει κάποιος άρμα
μσν.-αρχ.
ο ικανός να οδηγεί με τα ηνία, ο επιδέξιος στο να οδηγεί άρμα («ἀνδρεῖοι καὶ ἡνιοχικοί», Ευστ.)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡνιοχική
η τέχνη του ηνιόχου.
επίρρ...
ἡνιοχικῶς (Μ)
με ηνιοχικό τρόπο, με τον τρόπο του ηνιόχου.
Greek Monotonic
ἡνιοχικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για την οδήγηση (ἡνιοχεία), σε Πλάτ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), η τέχνη της οδήγησης άρματος, στον ίδ.
Middle Liddell
ἡνιοχικός, ή, όν
of or for driving, Plat.: ἡ -κή (sc. τέχνἠ the art of driving, Plat.