ἀπρόσικτος: Difference between revisions
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[not to be attained]], Pind. | |mdlsjtxt=[[not to be attained]], Pind. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἀπλησίαστος]], [[ἀνέφικτος]]). Ἀπό τό α στερητ. + προσικνοῦμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] ἱκνοῦμαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 14 October 2022
English (LSJ)
ον, unattainable, ἔρωτες Pi.N.11.48.
Spanish (DGE)
-ον
inalcanzable ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι Pi.N.11.48.
German (Pape)
[Seite 339] unerreichbar, ἔρωτες Pind. N. 11, 48.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inabordable.
Étymologie: ἀ, προσικνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρόσικτος: недоступный (ἔρωτες Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσικτος: -ον, ἀνέφικτος, ἀπροσίκτων δ’ ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι Πινδ. Ν. 11 ἐν τέλ.
English (Slater)
ἀπρόσικτος unattainable ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι (N. 11.48)
Greek Monolingual
ἀπρόσικτος, -ον (Α) προσικνούμαι
ανέφικτος.
Greek Monotonic
ἀπρόσικτος: -ον, ακατόρθωτος, ανέφικτος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
not to be attained, Pind.
Mantoulidis Etymological
(=ἀπλησίαστος, ἀνέφικτος). Ἀπό τό α στερητ. + προσικνοῦμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἱκνοῦμαι.