συρίττω: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
(CSV import)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syritto
|Transliteration C=syritto
|Beta Code=suri/ttw
|Beta Code=suri/ttw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[συρίζω]]. σύρῐχος, ὁ, v. [[ὑριχός]]. συρκίζω, Aeol. for [[σαρκάζω]], Hsch.</span>
|Definition=v. [[συρίζω]]. σύρῐχος, ὁ, v. [[ὑριχός]]. συρκίζω, Aeol. for [[σαρκάζω]], Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1040.png Seite 1040]] = att. [[συρίζω]], w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1040.png Seite 1040]] = att. [[συρίζω]], w. m. s.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i> ἐσύριττον;<br /><i>att. c.</i> [[συρίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σῡρίττω:''' атт. = [[συρίζω]] I.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῠρίττω''': ἴδε [[συρίζω]].
|lstext='''σῠρίττω''': ἴδε [[συρίζω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i> ἐσύριττον;<br /><i>att. c.</i> [[συρίζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῠρίττω:''' μεταγεν. Αττ. [[τύπος]] του [[συρίζω]].
|lsmtext='''σῠρίττω:''' μεταγεν. Αττ. [[τύπος]] του [[συρίζω]].
}}
}}
{{elru
{{mantoulidis
|elrutext='''σῡρίττω:''' атт. = [[συρίζω]] I.
|mantxt=(=[[παίζω]] αὐλό, σφυρίζω). Ἀπό τό [[σῦριγξ]] -ιγγος πού εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[συρίγγιον]] (ὑποκορ.), [[σύριγμα]], [[συριγμός]], [[σύρισμα]], [[συρικτής]], [[συρικτήρ]], [[συριστής]], [[συριστική]] (ἐνν. [[τέχνη]]).
}}
}}

Latest revision as of 14:38, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡρίττω Medium diacritics: συρίττω Low diacritics: συρίττω Capitals: ΣΥΡΙΤΤΩ
Transliteration A: syríttō Transliteration B: syrittō Transliteration C: syritto Beta Code: suri/ttw

English (LSJ)

v. συρίζω. σύρῐχος, ὁ, v. ὑριχός. συρκίζω, Aeol. for σαρκάζω, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1040] = att. συρίζω, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἐσύριττον;
att. c. συρίζω.

Russian (Dvoretsky)

σῡρίττω: атт. = συρίζω I.

Greek (Liddell-Scott)

σῠρίττω: ἴδε συρίζω.

Greek Monotonic

σῠρίττω: μεταγεν. Αττ. τύπος του συρίζω.

Mantoulidis Etymological

(=παίζω αὐλό, σφυρίζω). Ἀπό τό σῦριγξ -ιγγος πού εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: συρίγγιον (ὑποκορ.), σύριγμα, συριγμός, σύρισμα, συρικτής, συρικτήρ, συριστής, συριστική (ἐνν. τέχνη).