ἱερογλυφικός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἱερογλῠφικός, ή, όν<br />hieroglyphic; ἱερογλυφικά (sc. γράμματἀ, τά, a way of [[writing]] on monuments used by the Egyptian priests, Luc.
|mdlsjtxt=ἱερογλῠφικός, ή, όν<br />hieroglyphic; ἱερογλυφικά (sc. γράμματἀ, τά, a way of [[writing]] on monuments used by the Egyptian priests, Luc.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(ἱερογλυφικά γράμματα, τά γράμματα τῶν Αἰγυπτίων πού γράφονταν μέ διάφορα σημάδια). Ἀπό τό [[ἱερός]] + [[γλύφω]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[γλύφω]] καί στή λέξη [[ἱερός]].
}}
}}

Revision as of 14:45, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερογλῠφικός Medium diacritics: ἱερογλυφικός Low diacritics: ιερογλυφικός Capitals: ΙΕΡΟΓΛΥΦΙΚΟΣ
Transliteration A: hieroglyphikós Transliteration B: hieroglyphikos Transliteration C: ieroglyfikos Beta Code: i(eroglufiko/s

English (LSJ)

ή, όν, hieroglyphic: ἱερογλυφικά, with or without γράμματα, τά, D.S.3.4, Plu.2.354f, Ps.-Luc.Philopatr.21, Dam.Isid.98, etc. Adv. -κῶς PMag.Leid.V.8.29:

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
hiéroglyphique ; τὰ ἱερογλυφικά (γράμματα) hiéroglyphes, caractères de l'écriture sacrée des prêtres égyptiens.
Étymologie: ἱερός, γλύπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἱερογλῠφικός: иероглифический (γράμματα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱερογλῠφικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν· ἱερογλυφικὰ (δηλ. γράμματα), τά, τὰ παρ’ Αἰγυπτίοις διὰ παντοίων σημείων γραφόμενα γράμματα ἐπὶ ὀβελίσκων καὶ ἄλλων μνημείων, Πλούτ. 2. 354F, Λουκ. Φιλοπ. 21, πρβλ. Ἑρμότ. 44, κτλ.· ταῦτα μετεγράφοντο ἐπὶ παπύρων δι’ ἄλλων χαρακτήρων (τῶν ἱερατικῶν), Κλήμ. Ἁλ. 657· καὶ ταῦτα πάλιν ἁπλοποιούμενα μετεβάλλοντο εἰς τὰ δημοτικὰ (Ἡρόδ. 2. 36), ἅπερ ὁ Πορφ. ἐν Βίῳ Πυθ. § 12 καλεῖ ἐπιστολογραφικά, καὶ ὁ Κλήμ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἡ ἐπ. μέθοδος· ἴδε Müller Archäol. d. Kunst. § 216: - τὰ ἱερὰ γράμματα τοῦ Ἡροδ. πιθαν. περιελάμβανον τά τε ἱερογλυφικὰ καὶ τὰ ἱερατικά.

Spanish

en jeroglífico

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ιερογλυφικός, -ή, όν) ιερογλύφος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερογλύφο, αυτός που αναπαριστάνεται με συμβολικές εικόνες («ιερογλυφική γραφή»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιερογλυφικά (ενν. γράμματα)
τα συμβολικά σημεία της εικονικής γραφής τών αρχαίων Αιγυπτίων
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δυσανάγνωστα ή δυσνόητα κείμενα ή γράμματα.
επίρρ...
ιερογλυφικώς και -ά (Α ἱερογλυφικῶς)
με ιερογλυφικό τρόπο.

Greek Monotonic

ἱερογλῠφικός: -ή, -όν, ιερογλυφικός· ἱερογλυφικά (ενν. γράμματα), τά, τρόπος γραφής πάνω σε μνημεία τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι ιερείς, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἱερογλῠφικός, ή, όν
hieroglyphic; ἱερογλυφικά (sc. γράμματἀ, τά, a way of writing on monuments used by the Egyptian priests, Luc.

Mantoulidis Etymological

(ἱερογλυφικά γράμματα, τά γράμματα τῶν Αἰγυπτίων πού γράφονταν μέ διάφορα σημάδια). Ἀπό τό ἱερός + γλύφω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα γλύφω καί στή λέξη ἱερός.