πλόιμος: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(33) |
(CSV import) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πλόϊμος]], -ον, ΝΜΑ, και [[πλώιμος]] / [[πλώϊμος]], ΝΑ [[πλόος]]/[[πλους]]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] ή [[ευνοϊκός]] για [[ταξίδι]] με [[πλοίο]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />(για [[ποτάμι]]) αυτός που μπορεί να τον διαπλεύσει [[κανείς]] με [[πλοίο]], [[πλωτός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πλόιμον</i><br />το πολεμικό [[ναυτικό]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «βασιλικὸν πλόϊμον» — [[ονομασία]] που έφερε στο Βυζάντιο η κύρια [[δύναμη]] του πολεμικού ναυτικού, που είχε τη [[βάση]] της στον Βόσπορο και είχε ως διοικητή ανώτατο αξιωματικό, ο [[οποίος]] αρχικά έφερε τον τίτλο του δρουγγαρίου τών πλοΐμων, ενώ [[προς]] τα [[τέλη]] της αυτοκρατορίας είχε τον τίτλο του μεγάλου δούκα<br />β) «θεματικὸν πλόϊμον» — εφεδρική [[δύναμη]] του βασιλικού πλοΐμου που εξοπλιζόταν από τα θέματα, [[δηλαδή]] από τις μεγάλες στρατιωτικές και διοικητικές περιοχές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) αυτός που μπορεί να επιχειρήσει ένα [[ταξίδι]] με [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> (για πλοία) ο κα τάλληλος να πλεύσει, αυτός που μπορεί να ταξιδέψει<br /><b>3.</b> αυτός που παρέχει τη [[δυνατότητα]] για [[ταξίδι]] με [[πλοίο]]<br /><b>4.</b> (για άνεμο) [[ευνοϊκός]] για πλου, [[ούριος]]<br /><b>5.</b> (για [[ξύλο]]) [[κατάλληλος]] για [[ναυπήγηση]] πλοίων, ναυπηγίσιμος<br /><b>6.</b> (για σκεύη ή εμπορεύματα) αυτός που μεταφέρεται με [[πλοίο]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πλώϊμος]] [και [[πλόϊμος]]] γίγνεται» — ο [[καιρός]] γίνεται [[κατάλληλος]] για [[ταξίδι]] με [[πλοίο]]<br />β) «πλωϊμοτέρα γίγνεται [ή ἐστί]» — οι περιστάσεις γίνονται [[μάλλον]] ευνοϊκές για τη [[ναυτιλία]]. | |mltxt=-η, -ο / [[πλόϊμος]], -ον, ΝΜΑ, και [[πλώιμος]] / [[πλώϊμος]], ΝΑ [[πλόος]]/[[πλους]]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] ή [[ευνοϊκός]] για [[ταξίδι]] με [[πλοίο]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />(για [[ποτάμι]]) αυτός που μπορεί να τον διαπλεύσει [[κανείς]] με [[πλοίο]], [[πλωτός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πλόιμον</i><br />το πολεμικό [[ναυτικό]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «βασιλικὸν πλόϊμον» — [[ονομασία]] που έφερε στο Βυζάντιο η κύρια [[δύναμη]] του πολεμικού ναυτικού, που είχε τη [[βάση]] της στον Βόσπορο και είχε ως διοικητή ανώτατο αξιωματικό, ο [[οποίος]] αρχικά έφερε τον τίτλο του δρουγγαρίου τών πλοΐμων, ενώ [[προς]] τα [[τέλη]] της αυτοκρατορίας είχε τον τίτλο του μεγάλου δούκα<br />β) «θεματικὸν πλόϊμον» — εφεδρική [[δύναμη]] του βασιλικού πλοΐμου που εξοπλιζόταν από τα θέματα, [[δηλαδή]] από τις μεγάλες στρατιωτικές και διοικητικές περιοχές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) αυτός που μπορεί να επιχειρήσει ένα [[ταξίδι]] με [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> (για πλοία) ο κα τάλληλος να πλεύσει, αυτός που μπορεί να ταξιδέψει<br /><b>3.</b> αυτός που παρέχει τη [[δυνατότητα]] για [[ταξίδι]] με [[πλοίο]]<br /><b>4.</b> (για άνεμο) [[ευνοϊκός]] για πλου, [[ούριος]]<br /><b>5.</b> (για [[ξύλο]]) [[κατάλληλος]] για [[ναυπήγηση]] πλοίων, ναυπηγίσιμος<br /><b>6.</b> (για σκεύη ή εμπορεύματα) αυτός που μεταφέρεται με [[πλοίο]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πλώϊμος]] [και [[πλόϊμος]]] γίγνεται» — ο [[καιρός]] γίνεται [[κατάλληλος]] για [[ταξίδι]] με [[πλοίο]]<br />β) «πλωϊμοτέρα γίγνεται [ή ἐστί]» — οι περιστάσεις γίνονται [[μάλλον]] ευνοϊκές για τη [[ναυτιλία]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[κατάλληλος]] γιά πλεύσιμο). Ἀπό τό [[πλώω]], ἰων. τοῦ [[πλέω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:45, 14 October 2022
Greek Monolingual
-η, -ο / πλόϊμος, -ον, ΝΜΑ, και πλώιμος / πλώϊμος, ΝΑ πλόος/πλους]
νεοελλ.
αυτός που είναι κατάλληλος ή ευνοϊκός για ταξίδι με πλοίο
νεοελλ.-αρχ.
(για ποτάμι) αυτός που μπορεί να τον διαπλεύσει κανείς με πλοίο, πλωτός
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλόιμον
το πολεμικό ναυτικό
2. φρ. α) «βασιλικὸν πλόϊμον» — ονομασία που έφερε στο Βυζάντιο η κύρια δύναμη του πολεμικού ναυτικού, που είχε τη βάση της στον Βόσπορο και είχε ως διοικητή ανώτατο αξιωματικό, ο οποίος αρχικά έφερε τον τίτλο του δρουγγαρίου τών πλοΐμων, ενώ προς τα τέλη της αυτοκρατορίας είχε τον τίτλο του μεγάλου δούκα
β) «θεματικὸν πλόϊμον» — εφεδρική δύναμη του βασιλικού πλοΐμου που εξοπλιζόταν από τα θέματα, δηλαδή από τις μεγάλες στρατιωτικές και διοικητικές περιοχές
αρχ.
1. (για ανθρώπους) αυτός που μπορεί να επιχειρήσει ένα ταξίδι με πλοίο
2. (για πλοία) ο κα τάλληλος να πλεύσει, αυτός που μπορεί να ταξιδέψει
3. αυτός που παρέχει τη δυνατότητα για ταξίδι με πλοίο
4. (για άνεμο) ευνοϊκός για πλου, ούριος
5. (για ξύλο) κατάλληλος για ναυπήγηση πλοίων, ναυπηγίσιμος
6. (για σκεύη ή εμπορεύματα) αυτός που μεταφέρεται με πλοίο
7. φρ. α) «πλώϊμος [και πλόϊμος] γίγνεται» — ο καιρός γίνεται κατάλληλος για ταξίδι με πλοίο
β) «πλωϊμοτέρα γίγνεται [ή ἐστί]» — οι περιστάσεις γίνονται μάλλον ευνοϊκές για τη ναυτιλία.
Mantoulidis Etymological
(=κατάλληλος γιά πλεύσιμο). Ἀπό τό πλώω, ἰων. τοῦ πλέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.