τεμάχιον: Difference between revisions
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τεμάχιον]], ου, τό, [Dim. of τέμᾰχος, Plat.] | |mdlsjtxt=[[τεμάχιον]], ου, τό, [Dim. of τέμᾰχος, Plat.] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[τέμνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 14 October 2022
English (LSJ)
τό, Dim. of τέμαχος, Hp.Aff.43 (v.l.), Pl.Smp.191e, Amphis 35, Crobyl.8.
German (Pape)
[Seite 1089] τό, dim. von τέμαχος, Plat. Conv. 191 e; übh. Bruchstück, Glied, Sp.
Russian (Dvoretsky)
τεμάχιον: (ᾰ) τό кусочек, ломтик Plat.
Greek (Liddell-Scott)
τεμάχιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τέμᾰχος, Ἱππ. 526. 35, Πλάτ. Συμπ. 191Ε· λαβρακίου τεμάχια Ἄμφις ἐν «Φιλεταίρῳ» 1, Κρώβυλος ἐν Ἀδήλ. 1.
Greek Monotonic
τεμάχιον: τό, υποκορ. του τέμᾰχος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
τεμάχιον, ου, τό, [Dim. of τέμᾰχος, Plat.]
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.