ρώομαι: Difference between revisions
From LSJ
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
(36) |
(CSV import) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(επικ.τ.) <b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> (συν. για πολεμιστή) κινούμαι με [[ταχύτητα]], με [[ορμή]], [[σπεύδω]], [[εφορμώ]] («πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ πυρὴν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χορευτές) [[εκτελώ]] γρήγορες κινήσεις<br /><b>3.</b> (για μαλλιά) [[κυματίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τα [[ῥώμη]], [[ῥώννυμι]] (<b>βλ. λ.</b> [[ῥώννυμι]]). Αντίθετα, η [[άποψη]] ότι η λ. σχηματίστηκε από την εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥω</i>- του <i>ῥεω</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλώω]]: [[πλέω]]) προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες]. | |mltxt=Α<br />(επικ.τ.) <b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> (συν. για πολεμιστή) κινούμαι με [[ταχύτητα]], με [[ορμή]], [[σπεύδω]], [[εφορμώ]] («πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ πυρὴν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χορευτές) [[εκτελώ]] γρήγορες κινήσεις<br /><b>3.</b> (για μαλλιά) [[κυματίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τα [[ῥώμη]], [[ῥώννυμι]] (<b>βλ. λ.</b> [[ῥώννυμι]]). Αντίθετα, η [[άποψη]] ότι η λ. σχηματίστηκε από την εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥω</i>- του <i>ῥεω</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλώω]]: [[πλέω]]) προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=ὁρμῶ). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις: [[ὁρμή]], [[ἐρύω]]. Δές γιά παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ρώννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:54, 14 October 2022
Greek Monolingual
Α
(επικ.τ.) (αποθ.)
1. (συν. για πολεμιστή) κινούμαι με ταχύτητα, με ορμή, σπεύδω, εφορμώ («πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ πυρὴν», Ομ. Οδ.)
2. (για χορευτές) εκτελώ γρήγορες κινήσεις
3. (για μαλλιά) κυματίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, η λ. συνδέεται με τα ῥώμη, ῥώννυμι (βλ. λ. ῥώννυμι). Αντίθετα, η άποψη ότι η λ. σχηματίστηκε από την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα ῥω- του ῥεω (πρβλ. πλώω: πλέω) προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
Mantoulidis Etymological
(=ὁρμῶ). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις: ὁρμή, ἐρύω. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα ρώννυμι.