ρώομαι: Difference between revisions

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
(36)
 
(CSV import)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(επικ.τ.) <b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> (συν. για πολεμιστή) κινούμαι με [[ταχύτητα]], με [[ορμή]], [[σπεύδω]], [[εφορμώ]] («πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ πυρὴν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χορευτές) [[εκτελώ]] γρήγορες κινήσεις<br /><b>3.</b> (για μαλλιά) [[κυματίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τα [[ῥώμη]], [[ῥώννυμι]] (<b>βλ. λ.</b> [[ῥώννυμι]]). Αντίθετα, η [[άποψη]] ότι η λ. σχηματίστηκε από την εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥω</i>- του <i>ῥεω</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλώω]]: [[πλέω]]) προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
|mltxt=Α<br />(επικ.τ.) <b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> (συν. για πολεμιστή) κινούμαι με [[ταχύτητα]], με [[ορμή]], [[σπεύδω]], [[εφορμώ]] («πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ πυρὴν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χορευτές) [[εκτελώ]] γρήγορες κινήσεις<br /><b>3.</b> (για μαλλιά) [[κυματίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τα [[ῥώμη]], [[ῥώννυμι]] (<b>βλ. λ.</b> [[ῥώννυμι]]). Αντίθετα, η [[άποψη]] ότι η λ. σχηματίστηκε από την εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥω</i>- του <i>ῥεω</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλώω]]: [[πλέω]]) προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=ὁρμῶ). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις: [[ὁρμή]], [[ἐρύω]]. Δές γιά παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ρώννυμι]].
}}
}}

Revision as of 14:54, 14 October 2022

Greek Monolingual

Α
(επικ.τ.) (αποθ.)
1. (συν. για πολεμιστή) κινούμαι με ταχύτητα, με ορμή, σπεύδω, εφορμώ («πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ πυρὴν», Ομ. Οδ.)
2. (για χορευτές) εκτελώ γρήγορες κινήσεις
3. (για μαλλιά) κυματίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, η λ. συνδέεται με τα ῥώμη, ῥώννυμι (βλ. λ. ῥώννυμι). Αντίθετα, η άποψη ότι η λ. σχηματίστηκε από την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα ῥω- του ῥεω (πρβλ. πλώω: πλέω) προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].

Mantoulidis Etymological

(=ὁρμῶ). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις: ὁρμή, ἐρύω. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα ρώννυμι.