λαιμητόμος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λαιμη-[[τόμος]], ον [poetic for [[λαιμοτόμος]], Anth.]
|mdlsjtxt=λαιμη-[[τόμος]], ον [poetic for [[λαιμοτόμος]], Anth.]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=[[ἀντί]] [[λαιμοτόμος]]. Ἀπό τό [[λαιμός]] + [[τέμνω]] (=κόβω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[τέμνω]].
}}
}}

Revision as of 15:35, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμητόμος Medium diacritics: λαιμητόμος Low diacritics: λαιμητόμος Capitals: ΛΑΙΜΗΤΟΜΟΣ
Transliteration A: laimētómos Transliteration B: laimētomos Transliteration C: laimitomos Beta Code: laimhto/mos

English (LSJ)

ον, = λαιμοτόμος, AP6.101 (Phil.).

Russian (Dvoretsky)

λαιμητόμος: Anth. = λαιμοτόμος.

Greek (Liddell-Scott)

λαιμητόμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ λαιμοτόμος, Ἀνθ. Π. 6. 101.

Greek Monolingual

-ο (Α λαιμητόμος, -ον)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η λαιμητόμος
μηχανή εφοδιασμένη με πολύ βαρύ μαχαίρι που πέφτει από ψηλά, με την οποία γινόταν ο αποκεφαλισμός τών καταδικασμένων σε θάνατο, καρμανιόλα, γκιλοτίνα
αρχ.
αυτός που κόβει τον λαιμό, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τόμος (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. γυρητόμος, σταχυητόμος. Το -η- πιθ. προϊόν αναλογίας αντίστοιχων συνθέτων].

Greek Monotonic

λαιμητόμος: -ον, ποιητ. αντί λαιμοτόμος, σε Ανθ.

Middle Liddell

λαιμη-τόμος, ον [poetic for λαιμοτόμος, Anth.]

Mantoulidis Etymological

ἀντί λαιμοτόμος. Ἀπό τό λαιμός + τέμνω (=κόβω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τέμνω.