τημελής: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(CSV import)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />[[επιμελής]], [[προσεχτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. <i>τημελῶ</i>].
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />[[επιμελής]], [[προσεχτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. <i>τημελῶ</i>].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἐπιμελής]], προσεχτικός). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως νά εἶναι συγγενικό μέ τό [[μέλω]] ἤ μέ τό τηρῶ (=[[φροντίζω]]) ἤ ἀκόμη μέ τό [[ταμίας]] ἤ μέ τό προθεματ. τη + [[μέλω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τημέλεια]] (=φροντίδα), τημελῶ (=[[φροντίζω]]), [[ἀτημελής]], ἀτημελῶ. [[ἀτημέλητος]].
}}
}}

Revision as of 15:55, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τημελής Medium diacritics: τημελής Low diacritics: τημελής Capitals: ΤΗΜΕΛΗΣ
Transliteration A: tēmelḗs Transliteration B: tēmelēs Transliteration C: timelis Beta Code: thmelh/s

English (LSJ)

ές, careful, heedful, Hsch. Phot., Suid. Adv. -ῶς Max.Tyr.25.4; poet. -έως Aglaras 28. (Origin uncertain: cf. ἀτημελής.)

German (Pape)

[Seite 1108] ές, sorgfältig, wartend, pflegend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τημελής: -ές, ἐπιμελής, προσεκτικός, Νικήτ. Χρον. 164D. - Ἐπίρρ. τημελῶς, ὁ γεωργὸς τημελῶς πρόσεισιν Μάξ. Τύρ. 25. 4. (Ἡ ἐτυμολογία ἀβέβαιος, πρβλ. ἀτημελής).

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
επιμελής, προσεχτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τημελῶ].

Mantoulidis Etymological

(=ἐπιμελής, προσεχτικός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά εἶναι συγγενικό μέ τό μέλω ἤ μέ τό τηρῶ (=φροντίζω) ἤ ἀκόμη μέ τό ταμίας ἤ μέ τό προθεματ. τη + μέλω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τημέλεια (=φροντίδα), τημελῶ (=φροντίζω), ἀτημελής, ἀτημελῶ. ἀτημέλητος.