ὑστεροβουλία: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ysterovoulia | |Transliteration C=ysterovoulia | ||
|Beta Code=u(sterobouli/a | |Beta Code=u(sterobouli/a | ||
|Definition=ἡ, [[deliberation after the fact]], <span class="bibl">[[LXX]]<span class="title">Pr.</span>24.71</span> (<span class="bibl">31.3</span>). | |Definition=ἡ, [[deliberation after the fact]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Pr.</span>24.71</span> (<span class="bibl">31.3</span>). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:56, 15 October 2022
English (LSJ)
ἡ, deliberation after the fact, LXX Pr.24.71 (31.3).
Greek (Liddell-Scott)
ὑστεροβουλία: ἡ, ἡ μετὰ τὴν πρᾶξιν σκέψις, Ἑβδ. (Παροιμ. ΛΑ΄. 3), Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ, 861Β, Βασίλ. Μέγ. τ. 1, σ. 110C, κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑστεροβουλία· μετάνοια, μετάμελος, ἡ ἐσχάτη βουλή».
Greek Monolingual
η / ὑστεροβουλία, ΝΑ
νεοελλ.
σκέψη ή ενέργεια που κρύβει ιδιοτέλεια
αρχ.
1. σκέψη που γίνεται μετά την εκτέλεση μιας πράξης
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑστεροβουλία
μετάνοια, μετάμελος, ἡ ἐσχάτη βουλή».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -βουλία (< -βουλος < βουλή), πρβλ. κακο-βουλία].