πνῖξις: Difference between revisions
ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
(CSV import) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίξεως, ἡ, Α [[πνίγω]]<br /><b>1.</b> [[θανάτωση]] με [[ασφυξία]], [[πνίξιμο]] («τῆς μαράνσεως ἡ διὰ τὸ μὴ ψύχεσθαι φθορὰ καλεῖται πνῑξις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρασκευή]] φαγητού σε αεροστεγές [[δοχείο]]. | |mltxt=-ίξεως, ἡ, Α [[πνίγω]]<br /><b>1.</b> [[θανάτωση]] με [[ασφυξία]], [[πνίξιμο]] («τῆς μαράνσεως ἡ διὰ τὸ μὴ ψύχεσθαι φθορὰ καλεῖται πνῑξις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρασκευή]] φαγητού σε αεροστεγές [[δοχείο]]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ἡ [[ahogamiento]] de un gato λόγος ὁ ἐπὶ τῆς πνίξεως <b class="b3">fórmula que se pronuncia durante el ahogamiento</b> P III 3 ἄρας δὲ τὸ ὕδωρ τὸ ἀπὸ τῆς πνίξεως ῥᾶνον ἐπὶ τῷ σταδίῳ <b class="b3">toma el agua del ahogamiento y haz aspersiones en el estadio</b> P III 41 P III 43 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 15 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A stifling, smothering, Arist.Resp.475a28, Thphr.Ign. 76. II drowning, PMag.Par.2.3,41.
German (Pape)
[Seite 641] ἡ, das Ersticken, Erwürgen, Arist. respir. 9. – Bes. das Dämpfen, Schmoren des Fleisches u. dgl., Ath.
Russian (Dvoretsky)
πνῖξις: εως ἡ удушье Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πνῖξις: ἡ, πνίξιμον, πνῖγος, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9. 7, Θεοφρ. π. Πυρὸς 76.
Spanish
Greek Monolingual
-ίξεως, ἡ, Α πνίγω
1. θανάτωση με ασφυξία, πνίξιμο («τῆς μαράνσεως ἡ διὰ τὸ μὴ ψύχεσθαι φθορὰ καλεῖται πνῑξις», Αριστοτ.)
2. παρασκευή φαγητού σε αεροστεγές δοχείο.
Léxico de magia
ἡ ahogamiento de un gato λόγος ὁ ἐπὶ τῆς πνίξεως fórmula que se pronuncia durante el ahogamiento P III 3 ἄρας δὲ τὸ ὕδωρ τὸ ἀπὸ τῆς πνίξεως ῥᾶνον ἐπὶ τῷ σταδίῳ toma el agua del ahogamiento y haz aspersiones en el estadio P III 41 P III 43