ὀποπάναξ: Difference between revisions
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
(CSV import) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ὀποπάναξ]])<br />αγγειόσπερμο δικότυλο [[φυτό]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], αποτελεί [[γένος]] το οποίο ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σκιαδοφόρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[οπός]] του [[παραπάνω]] φυτού, ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται στην [[αρωματοποιία]] και στη [[φαρμακευτική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπός]] «[[χυμός]] φυτού» <span style="color: red;">+</span> [[πάναξ]] «[[είδος]] φυτού». Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> <i>opopanax</i>]. | |mltxt=ο (Α [[ὀποπάναξ]])<br />αγγειόσπερμο δικότυλο [[φυτό]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], αποτελεί [[γένος]] το οποίο ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σκιαδοφόρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[οπός]] του [[παραπάνω]] φυτού, ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται στην [[αρωματοποιία]] και στη [[φαρμακευτική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπός]] «[[χυμός]] φυτού» <span style="color: red;">+</span> [[πάναξ]] «[[είδος]] φυτού». Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> <i>opopanax</i>]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ὁ [[gomorresina de opopánax]] τοῦ πιπερίου βʹ τρίψας μῖξον μετὰ ὀποπάνακος <b class="b3">tritura dos (granos) de pimienta y mézclalos con opopánax</b> SM 96A 68 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 15 October 2022
English (LSJ)
[πᾰ], ᾰκος, ὁ, gum of Opopanax hispidus, Hercules' woundwort, Heraclid.Tar. ap. Gal.14.186, Dsc.3.48, Gal.12.94, PGrenf.1.52.11 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 361] ακος, ὁ, der Saft der Pflanze πάναξ, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀποπάναξ: -ακος, ὁ, ὁ ὀπὸς τοῦ φυτοῦ πάνακος, Διοσκ. 3. 55.
Spanish
Greek Monolingual
ο (Α ὀποπάναξ)
αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, αποτελεί γένος το οποίο ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα
αρχ.
ο οπός του παραπάνω φυτού, ο οποίος χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη φαρμακευτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός «χυμός φυτού» + πάναξ «είδος φυτού». Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. opopanax].
Léxico de magia
ὁ gomorresina de opopánax τοῦ πιπερίου βʹ τρίψας μῖξον μετὰ ὀποπάνακος tritura dos (granos) de pimienta y mézclalos con opopánax SM 96A 68