ὡρονόμος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oronomos
|Transliteration C=oronomos
|Beta Code=w(ro/nomos
|Beta Code=w(ro/nomos
|Definition=(parox.), ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hour-divider]], i.e. a [[dial]] or [[clock]], AP14.6; cf. [[ὡρόμαντις]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in Astrology, = [[ὡροσκόπος]] 11.1, [[ascendant]], <span class="bibl">Man.1.30</span>, <span class="bibl">262</span>, <span class="bibl">3.120</span>, Doroth. ap. Heph. Astr.<span class="bibl">2.24</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> name of certain deities, οἱ δεκαδάρχαι καὶ ζῳδιοκράτορες καὶ ὡρονόμοι καὶ κραταιοί <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>351</span>.</span>
|Definition=(parox.), ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hour-divider]], i.e. a [[dial]] or [[clock]], AP14.6; cf. [[ὡρόμαντις]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in Astrology, = [[ὡροσκόπος]] ΙΙ.1, [[ascendant]], <span class="bibl">Man.1.30</span>, <span class="bibl">262</span>, <span class="bibl">3.120</span>, Doroth. ap. Heph. Astr.<span class="bibl">2.24</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> name of certain deities, οἱ δεκαδάρχαι καὶ ζῳδιοκράτορες καὶ ὡρονόμοι καὶ κραταιοί <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>351</span>.</span>
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:48, 16 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡρονόμος Medium diacritics: ὡρονόμος Low diacritics: ωρονόμος Capitals: ΩΡΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: hōronómos Transliteration B: hōronomos Transliteration C: oronomos Beta Code: w(ro/nomos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, A hour-divider, i.e. a dial or clock, AP14.6; cf. ὡρόμαντις. II in Astrology, = ὡροσκόπος ΙΙ.1, ascendant, Man.1.30, 262, 3.120, Doroth. ap. Heph. Astr.2.24. 2 name of certain deities, οἱ δεκαδάρχαι καὶ ζῳδιοκράτορες καὶ ὡρονόμοι καὶ κραταιοί Dam.Pr.351.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui règle ou indique les heures ; ὁ ὡρονόμος horloge.
Étymologie: ὥρα, νόμος.

Russian (Dvoretsky)

ὡρονόμος: ὁ Anth. = ὡρολόγιον.

German (Pape)

[Seite 1415] 1) die Tageszeiten, Stunden abtheilend, sie anzeigend, dah. ὁ ὡρονόμος, der Stundenzeiger, die Uhr, auch der Hahn, Babr. bei Suid., wie πέταυρα, wo man ὡρόμαντις vermuthet. – 2) die Stunde regierend, von dem jedesmal in das Zeichen eintretenden Planeten, Man. 3, 120.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ὡρονόμοι
προσωνυμία ορισμένων θεοτήτων («οἱ δεκαδάρχαι καὶ ζωδιοκράτορες καὶ ὡρονόμοι καὶ κραταιοί», Δαμάσκ.)
αρχ.
1. αυτός που διαιρεί και δείχνει τις ώρες της ημέρας
2. (για πλανήτη) αυτός που παρατηρεί την ώρα της γέννησης κάποιου και προκαθορίζει το μέλλον του, ωροσκόπος
3. το αρσ. ως ουσ.ὡρονόμος
α) ρολόγι
β) πετεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. παιδονόμος.

Greek (Liddell-Scott)

ὡρονόμος: -ον, ὁ, ὁ διαιρῶν τὴν ὥραν, δηλ. ἡλιακὸν ἢ ἄλλο ὡρολόγιον, Ἀνθ. Π. 14. 6, πρβλ. ὡρόμαντις. ΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρολογίᾳ, ὁ διοικῶν τὴν ὥραν, ἐπὶ τοῦ πλανήτου ὅστις εἶναι ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα κατὰ τὴν ὥραν τῆς γεννήσεως τινος, ὁ κυριεύων πλανήτης, Μανέθων 1. 30, 262., 3. 120.

Spanish

el que rige las horas

Léxico de magia

el que rige las horas de un dios ἵνα συμπαραλάβῃς τὸν τῆς σήμερον ἡμέρας καὶ ὥρας ὡρονόμον para que tomes al que rige el día de hoy y de la hora P IV 652