πλαδαρότης: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλᾰδᾰρότης''': -ητος, ἡ, [[ὑγρότης]], [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1096, Γαλην.
|lstext='''πλᾰδᾰρότης''': -ητος, ἡ, [[ὑγρότης]], [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1096, Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[πλαδαρότης]], -ητος, ΝΑ [[πλαδαρός]]<br />([[ιδίως]] για τα σαρκώδη [[μέλη]] του σώματος) η [[ιδιότητα]] του πλαδαρού, [[χαλαρότητα]], [[χαύνωση]], [[ατονία]].
}}
}}

Revision as of 12:18, 5 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰδᾰρότης Medium diacritics: πλαδαρότης Low diacritics: πλαδαρότης Capitals: ΠΛΑΔΑΡΟΤΗΣ
Transliteration A: pladarótēs Transliteration B: pladarotēs Transliteration C: pladarotis Beta Code: pladaro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, flaccidity, Epicur.Nat.140 G., Herm. ap. Stob.1.49.69, Gal.14.770.

German (Pape)

[Seite 623] ητος, ἡ, Nässe, Zustand eines nassen Körpers, Hermes bei Stob. ecl. I p. 1098.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰδᾰρότης: -ητος, ἡ, ὑγρότης, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1096, Γαλην.

Greek Monolingual

η / πλαδαρότης, -ητος, ΝΑ πλαδαρός
(ιδίως για τα σαρκώδη μέλη του σώματος) η ιδιότητα του πλαδαρού, χαλαρότητα, χαύνωση, ατονία.