κράδος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
mNo edit summary
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κράδος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[νόσος]] τών [[φυτών]], και [[ιδίως]] της συκιάς, που μαυρίζει τα κλαδιά τους («καλεῖται δὲ σφακελισμὸς μέν, [[ὅταν]] αἱ ῥίζαι μελανθῶσι<br />[[κράδος]] δέ, [[ὅταν]] οἱ κλάδοι», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[κλάδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κράδη]], μτγν. και [[σπάνιος]]].
|mltxt=[[κράδος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[νόσος]] τών [[φυτών]], και [[ιδίως]] της συκιάς, που μαυρίζει τα κλαδιά τους («καλεῖται δὲ σφακελισμὸς μέν, [[ὅταν]] αἱ ῥίζαι μελανθῶσι<br />[[κράδος]] δέ, [[ὅταν]] οἱ κλάδοι», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[κλάδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[κράδη]], μτγν. και [[σπάνιος]]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, = [[κράδη]]. Bes. <i>eine [[Krankheit]] der [[Feigenbäume]], auch der [[Eichen]] und [[Platanen]], wenn die [[Zweige]] [[schwarz]] [[werden]] und [[verdorren]]</i>, Theophr.; <i>die [[kranken]] [[Zweige]]</i> [[selbst]], Diosc.
}}
}}

Revision as of 16:34, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰ́δος Medium diacritics: κράδος Low diacritics: κράδος Capitals: ΚΡΑΔΟΣ
Transliteration A: krádos Transliteration B: krados Transliteration C: krados Beta Code: kra/dos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,
A blight in fig trees, etc., which blackens the boughs, Thphr.HP4.14.4.
II = κράδη 1, v.l. for κλάδοις in Dsc.1.128.

Greek (Liddell-Scott)

κράδος: ᾰ, ὁ, νόσος τις φθοροποιὸς τῶν συκῶν, κλ., ἥτις μελανίζει τοὺς κλάδους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 4· ἴδε κράδη ΙΙ. ΙΙ. = κράδη Ι, κλάδος, Διοσκ. 1. 133 (Sprengel κράδη).

Greek Monolingual

κράδος, ὁ (Α)
1. νόσος τών φυτών, και ιδίως της συκιάς, που μαυρίζει τα κλαδιά τους («καλεῖται δὲ σφακελισμὸς μέν, ὅταν αἱ ῥίζαι μελανθῶσι
κράδος δέ, ὅταν οἱ κλάδοι», Θεόφρ.)
2. κλάδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κράδη, μτγν. και σπάνιος].

German (Pape)

ἡ, = κράδη. Bes. eine Krankheit der Feigenbäume, auch der Eichen und Platanen, wenn die Zweige schwarz werden und verdorren, Theophr.; die kranken Zweige selbst, Diosc.