μαιεία: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μαιεία]], ἡ (Α) [[μαιεύομαι]]<br />το [[έργο]] της μαίας, η [[μαίευση]], το [[ξεγέννημα]]. | |mltxt=[[μαιεία]], ἡ (Α) [[μαιεύομαι]]<br />το [[έργο]] της μαίας, η [[μαίευση]], το [[ξεγέννημα]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>die [[Hebammenkunst]], das [[Geschäft]] der [[Hebamme]]</i>, Plat. <i>Theaet</i>. 150d, 210c; <i>B.A</i>. 108. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, business of a midwife, Pl.Tht.150d, 210c, cf. Procl. in Alc.Praef.
Russian (Dvoretsky)
μαιεία: ἡ повивальное искусство Plat.
Greek (Liddell-Scott)
μαιεία: ἡ, τὸ ἔργον τῆς μαίας, Πλάτ. Θεαίτ. 150D, 210C.
Greek Monolingual
μαιεία, ἡ (Α) μαιεύομαι
το έργο της μαίας, η μαίευση, το ξεγέννημα.
German (Pape)
ἡ, die Hebammenkunst, das Geschäft der Hebamme, Plat. Theaet. 150d, 210c; B.A. 108.