σφίγμα: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[σφίγγω]]<br />αυτό που έχει δεθεί [[στερεά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συμπίεση]] σε [[μηχανή]] («[[ἔλαιον]] παρεπιχέειν δεήσει, [[ὅπως]] μηδὲν παρὰ τοῦτο [[σφίγμα]] γένηται», Ήρων.).
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[σφίγγω]]<br />αυτό που έχει δεθεί [[στερεά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συμπίεση]] σε [[μηχανή]] («[[ἔλαιον]] παρεπιχέειν δεήσει, [[ὅπως]] μηδὲν παρὰ τοῦτο [[σφίγμα]] γένηται», Ήρων.).
}}
{{pape
|ptext=τό,<br><b class="num">1</b> <i>das [[Zugeschnürte]], [[Festgebundene]]</i>.<br><b class="num">2</b> <i>das [[Schnüren]], [[Drücken]], [[Pressen]], [[Reiben]] an [[Maschinen]]</i>, Math. vett.
}}
}}

Revision as of 16:36, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφίγμα Medium diacritics: σφίγμα Low diacritics: σφίγμα Capitals: ΣΦΙΓΜΑ
Transliteration A: sphígma Transliteration B: sphigma Transliteration C: sfigma Beta Code: sfi/gma

English (LSJ)

ατος, τό, jamming in a machine, Hero Aut.2.4.

Greek (Liddell-Scott)

σφίγμα: τό, τὸ ἰσχυρῶς δεδεμένον ἢ συνεσφιγμένον, Ἐκκλ., Βυζ. ΙΙ. συμπίεσις διὰ μηχανῶν, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 245Α.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ σφίγγω
αυτό που έχει δεθεί στερεά
αρχ.
συμπίεση σε μηχανήἔλαιον παρεπιχέειν δεήσει, ὅπως μηδὲν παρὰ τοῦτο σφίγμα γένηται», Ήρων.).

German (Pape)

τό,
1 das Zugeschnürte, Festgebundene.
2 das Schnüren, Drücken, Pressen, Reiben an Maschinen, Math. vett.