συσσύρω: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[σύρω]]<br /><b>1.</b> [[σαρώνω]] [[μαζί]], [[συσσωρεύω]] («Μένανδρος συσσύρας τὸν τοσούτων ὀνομάτων συρφετόν», Φρύν.)<br /><b>2.</b> [[τραβώ]] εδώ κι [[εκεί]] («ταῖς βεβήλοις χερσὶ συσσύρων ἀπεδίδου», ΠΔ).
|mltxt=Α [[σύρω]]<br /><b>1.</b> [[σαρώνω]] [[μαζί]], [[συσσωρεύω]] («Μένανδρος συσσύρας τὸν τοσούτων ὀνομάτων συρφετόν», Φρύν.)<br /><b>2.</b> [[τραβώ]] εδώ κι [[εκεί]] («ταῖς βεβήλοις χερσὶ συσσύρων ἀπεδίδου», ΠΔ).
}}
{{pape
|ptext=<i>hin und her [[ziehen]], [[zerren]], [[dadurch]] [[beunruhigen]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:37, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσύρω Medium diacritics: συσσύρω Low diacritics: συσσύρω Capitals: ΣΥΣΣΥΡΩ
Transliteration A: syssýrō Transliteration B: syssyrō Transliteration C: syssyro Beta Code: sussu/rw

English (LSJ)

[ῡ], A pull about, LXX 2 Ma.5.16; sweep together, ὀνομάτων συρφετόν Phryn.400. 2 sweep along with one, τοὺς ἀκούοντας, of Carneades compared to a torrent, Numen. ap. Eus.PE14.8.

Greek (Liddell-Scott)

συσσύρω: [ῡ], σύρω ὁμοῦ, συσσωρεύω, Ἑβδ. (Μακκ. Β΄ κεφ. Ε΄, 16), Φρύν. 433.

Greek Monolingual

Α σύρω
1. σαρώνω μαζί, συσσωρεύω («Μένανδρος συσσύρας τὸν τοσούτων ὀνομάτων συρφετόν», Φρύν.)
2. τραβώ εδώ κι εκεί («ταῖς βεβήλοις χερσὶ συσσύρων ἀπεδίδου», ΠΔ).

German (Pape)

hin und her ziehen, zerren, dadurch beunruhigen, Sp.