λατύπος: Difference between revisions
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λατύπος]], ὁ (Α)<br />αυτός που κόβει, που [[σπάζει]] λίθους, [[λιθοτόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λᾶας]] <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[σπάζω]], [[χτυπώ]]»), [[πρβλ]]. [[ορειτύπος]], [[χαμαιτύπος]]. | |mltxt=[[λατύπος]], ὁ (Α)<br />αυτός που κόβει, που [[σπάζει]] λίθους, [[λιθοτόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λᾶας]] <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[σπάζω]], [[χτυπώ]]»), [[πρβλ]]. [[ορειτύπος]], [[χαμαιτύπος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ᾱ], ὁ, <i>der [[Steinhauer]], [[Steinmetz]]</i>; Soph. bei Poll. 7.118; Hippocr.; Philp. 78 (VII.554). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:39, 24 November 2022
English (LSJ)
(parox.), ὁ, stone-cutter, mason, Hp.Fract.31, S.Fr.530, Gal.Thras. 43, CIG(add.)3827v, al. (Cotiaeum); cf. λαοτύπος.
Russian (Dvoretsky)
λᾱτύπος: (ῠ) ὁ каменотес Soph., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱτύπος: [ῠ], ὁ, (λᾶς τύπτω) ὁ κόπτων λίθους, λιθοτόμος, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 773, Σοφ. Ἀποσπ. 477, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 3827 v, y, κ. ἀλλ., πρβλ. λαοτύπος· ― ἐντεῦθεν λᾱτῠπικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν πελέκησιν λίθων, σμίλη Ἡσύχ.· ἡ λ. τέχνη Πορφύρ. παρὰ Κυρίλλ.
Greek Monolingual
λατύπος, ὁ (Α)
αυτός που κόβει, που σπάζει λίθους, λιθοτόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας + -τύπος (< τύπτω «σπάζω, χτυπώ»), πρβλ. ορειτύπος, χαμαιτύπος.
German (Pape)
[ᾱ], ὁ, der Steinhauer, Steinmetz; Soph. bei Poll. 7.118; Hippocr.; Philp. 78 (VII.554).