διμήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διμήτωρ]] και [[διμάτωρ]], ο (Α)<br />επίθ. του Διονύσου, [[επειδή]] είχε δυό μητέρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτωρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]] ([[πρβλ]]. [[αμήτωρ]], [[δυσμήτωρ]], [[μητρομήτωρ]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[διμήτωρ]] και [[διμάτωρ]], ο (Α)<br />επίθ. του Διονύσου, [[επειδή]] είχε δυό μητέρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτωρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]] ([[πρβλ]]. [[αμήτωρ]], [[δυσμήτωρ]], [[μητρομήτωρ]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{pape
|ptext=ορος, dor. [[διμάτωρ]], <i>zwei [[Mütter]] [[habend]]</i>, [[Bacchus]]; Alexis bei Ath. II.39b; Orph. <i>H</i>. 49; DS. 3.62.
}}
}}

Revision as of 16:41, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμήτωρ Medium diacritics: διμήτωρ Low diacritics: διμήτωρ Capitals: ΔΙΜΗΤΩΡ
Transliteration A: dimḗtōr Transliteration B: dimētōr Transliteration C: dimitor Beta Code: dimh/twr

English (LSJ)

Dor. διμάτωρ, ορος, ὁ, ἡ, twice-born, of Bacchus, Alex.283, Orph.H.52.9, D.S.3.62:—also διμήτριος, Et.Gud., Hdn.Epim.265.

Spanish (DGE)

(δῐμήτωρ) -ορος, ὁ
• Alolema(s): dór. διμάτωρ Alex.285, Orph.H.50.1, 52.9
de dos madres, nacido dos veces de Dioniso, Alex.l.c. (= Trag.Adesp.21), Orph.ll.cc., diversas explicaciones en D.S.3.62, 4.4.

Russian (Dvoretsky)

διμήτωρ: ορος adj. m имеющий двух матерей (эпитет Диониса) Eur., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

διμήτωρ: Δωρ, -μάτωρ, ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων δύο μητέρας, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, τὸ τοῦ Ὀβιδίου bimatris, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 13, Ὀρφ. Ὕμν. 49· ὡσαύτως, διμήτριος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 265.

Greek Monolingual

διμήτωρ και διμάτωρ, ο (Α)
επίθ. του Διονύσου, επειδή είχε δυό μητέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -μήτωρ < μήτηρ (πρβλ. αμήτωρ, δυσμήτωρ, μητρομήτωρ κ.ά.)].

German (Pape)

ορος, dor. διμάτωρ, zwei Mütter habend, Bacchus; Alexis bei Ath. II.39b; Orph. H. 49; DS. 3.62.