νομώδης: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - " (<span class="sense"><span class="bld">A</span> " to " <span class="sense"><span class="bld">A</span> (")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νομώδης]], -ῶδες (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μορφή]] διαβρωτικού έλκους<br /><b>2.</b> (για [[έλκος]]) [[γεμάτος]] με σχισμές, με πληγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νομή]] «διαβρωτικό [[έλκος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>].
|mltxt=[[νομώδης]], -ῶδες (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[μορφή]] διαβρωτικού έλκους<br /><b>2.</b> (για [[έλκος]]) [[γεμάτος]] με σχισμές, με πληγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νομή]] «διαβρωτικό [[έλκος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>].
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>nach Art um sich fressender [[Geschwüre]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:41, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομώδης Medium diacritics: νομώδης Low diacritics: νομώδης Capitals: ΝΟΜΩΔΗΣ
Transliteration A: nomṓdēs Transliteration B: nomōdēs Transliteration C: nomodis Beta Code: nomw/dhs

English (LSJ)

ες, A (νομή 1.3b) like a spreading ulcer, ἕλκος Alex.Aphr. Pr.1.92, cf. Gal.13.860; σηπεδών Id.10.702. 2 full of shreds as from such sores, διαχωρήματα Id.14.754.

Greek (Liddell-Scott)

νομώδης: -ες, (νομὴ ΙΙ) ὅμοιος πρὸς διαβρωτικὸν ἕλκος, Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 92.

Greek Monolingual

νομώδης, -ῶδες (ΑΜ)
1. αυτός που έχει μορφή διαβρωτικού έλκους
2. (για έλκος) γεμάτος με σχισμές, με πληγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομή «διαβρωτικό έλκος» + κατάλ. -ώδης].

German (Pape)

ες, nach Art um sich fressender Geschwüre, Sp.