μαιμώσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαιμώσσω]] (Α)<br />[[επιθυμώ]] σφοδρά, [[μαιμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>μαιμῶ</i>, που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ώσσω</i>, ρημάτων δηλωτικών ασθένειας ([[πρβλ]]. <i>λιμ</i>-<i>ώσσω</i>)].
|mltxt=[[μαιμώσσω]] (Α)<br />[[επιθυμώ]] σφοδρά, [[μαιμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>μαιμῶ</i>, που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ώσσω</i>, ρημάτων δηλωτικών ασθένειας ([[πρβλ]]. <i>λιμ</i>-<i>ώσσω</i>)].
}}
{{pape
|ptext=Sp. = [[μαιμάω]], <i>[[heftig]] [[begehren]]</i>, [[οὔρεα]] μαιμώσσων ἐπινίσσεται ὀκρυόεντα, Nic. <i>Th</i>. 470, wo der Schol. ζητῶν erkl. und die [[varia lectio|v.l.]] λαιμώσσων [[anführt]].
}}
}}

Revision as of 16:44, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαιμώσσω Medium diacritics: μαιμώσσω Low diacritics: μαιμώσσω Capitals: ΜΑΙΜΩΣΣΩ
Transliteration A: maimṓssō Transliteration B: maimōssō Transliteration C: maimosso Beta Code: maimw/ssw

English (LSJ)

late form for μαιμάω, Nic.Th.470.

Greek (Liddell-Scott)

μαιμώσσω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ μαιμάω, Νικ. Θ. 470.

Greek Monolingual

μαιμώσσω (Α)
επιθυμώ σφοδρά, μαιμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαιμῶ, που εμφανίζει επίθημα -ώσσω, ρημάτων δηλωτικών ασθένειας (πρβλ. λιμ-ώσσω)].

German (Pape)

Sp. = μαιμάω, heftig begehren, οὔρεα μαιμώσσων ἐπινίσσεται ὀκρυόεντα, Nic. Th. 470, wo der Schol. ζητῶν erkl. und die v.l. λαιμώσσων anführt.