μαρμαρόω: Difference between revisions
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
m (pape replacement) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαρμαρόω''': στρώννω μὲ μάρμαρα, μαρμαρώνω, Μαλαλ. 339, 7, Βασιλικ. 58, 2, 13, κλ. 2) διὰ γύψου καὶ μαρμαροκονίας [[ἀλείφω]] τι [[ὅπως]] φαίνηται ὡς [[μάρμαρον]], Ἰουλιαν. τοῦ Παραβ. Ἐπιστ. Ἀνέκδ. Ι, 18 (Mus-Rhen. 1887, 21). | |lstext='''μαρμαρόω''': στρώννω μὲ μάρμαρα, μαρμαρώνω, Μαλαλ. 339, 7, Βασιλικ. 58, 2, 13, κλ. 2) διὰ γύψου καὶ μαρμαροκονίας [[ἀλείφω]] τι [[ὅπως]] φαίνηται ὡς [[μάρμαρον]], Ἰουλιαν. τοῦ Παραβ. Ἐπιστ. Ἀνέκδ. Ι, 18 (Mus-Rhen. 1887, 21). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>zu [[Stein]], [[Marmor]] [[machen]], [[darin]] [[verwandeln]]</i>, Suid.; γραῦν μαρμαρουμένην [[δέμας]] Lycophr. 876. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:44, 24 November 2022
English (LSJ)
A coat with marble stucco, (κίονας) Jul.Ep.80:—Pass., PMag.Berol.1.109. 2 line with marble, κολυμβήθρα… μεμαρμαρώσθω Hero *Stereom.2.5. II Pass., to be turned to stone, Lyc.826.
Greek (Liddell-Scott)
μαρμαρόω: στρώννω μὲ μάρμαρα, μαρμαρώνω, Μαλαλ. 339, 7, Βασιλικ. 58, 2, 13, κλ. 2) διὰ γύψου καὶ μαρμαροκονίας ἀλείφω τι ὅπως φαίνηται ὡς μάρμαρον, Ἰουλιαν. τοῦ Παραβ. Ἐπιστ. Ἀνέκδ. Ι, 18 (Mus-Rhen. 1887, 21).
German (Pape)
zu Stein, Marmor machen, darin verwandeln, Suid.; γραῦν μαρμαρουμένην δέμας Lycophr. 876.