λυπαλγής: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(6_7)
 
m (pape replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῡπαλγής''': -ές, ὁ ἐκ λύπης αἰσθανόμενος [[ἄλγος]], τεθλιμμένος, Παύλ. Σ. Ἔκφρ. 474.
|lstext='''λῡπαλγής''': -ές, ὁ ἐκ λύπης αἰσθανόμενος [[ἄλγος]], τεθλιμμένος, Παύλ. Σ. Ἔκφρ. 474.
}}
{{grml
|mltxt=[[λυπαλγής]], -ές (Μ)<br />αυτός που αισθάνεται πόνο, [[άλγος]] από [[λύπη]], [[θλιμμένος]], [[λυπημένος]] [[βαθιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύπη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]), [[πρβλ]]. [[γονυαλγής]], [[οσφυαλγής]]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ές, <i>durch Leid [[betrübt]]</i> Paul.Sil. <i>Ecphr</i>. 474.
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

λῡπαλγής: -ές, ὁ ἐκ λύπης αἰσθανόμενος ἄλγος, τεθλιμμένος, Παύλ. Σ. Ἔκφρ. 474.

Greek Monolingual

λυπαλγής, -ές (Μ)
αυτός που αισθάνεται πόνο, άλγος από λύπη, θλιμμένος, λυπημένος βαθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. γονυαλγής, οσφυαλγής].

German (Pape)

[ῡ], ές, durch Leid betrübt Paul.Sil. Ecphr. 474.