λυμαντήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῡμαντήρ, ῆρος,<br />a [[spoiler]], [[destroyer]], Xen.
|mdlsjtxt=λῡμαντήρ, ῆρος,<br />a [[spoiler]], [[destroyer]], Xen.
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ῆρος, ὁ, <i>der [[Zerstörende]], [[Verletzende]]</i>, Xen. <i>Hier</i>. 3.3.
}}
}}

Revision as of 16:47, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡμαντήρ Medium diacritics: λυμαντήρ Low diacritics: λυμαντήρ Capitals: ΛΥΜΑΝΤΗΡ
Transliteration A: lymantḗr Transliteration B: lymantēr Transliteration C: lymantir Beta Code: lumanth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, spoiler, destroyer, φιλίας X.Hier.3.3.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
destructeur.
Étymologie: λυμαίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

λῡμαντήρ: ῆρος ὁ разрушитель, нарушитель (φιλίας Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

λῡμαντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ λυμαινόμενός τι, ὁ καταστρέφων τι, καταστροφεύς, ὅτι λυμαντῆρας αὐτοὺς (τοὺς μοιχοὺς δηλ.) νομίζουσι τῆς τῶν γυναικῶν φιλίας πρὸς τοὺς ἄνδρας Ξεν. Ἱέρ. 3. 3.

Greek Monolingual

λυμαντήρ, ῆρος, ὁ (A)
λυμαίνω
αφανιστής, καταστροφέας, λυμεώνας.

Greek Monotonic

λῡμαντήρ: -ῆρος, ὁ, καταστροφέας, αυτός που λυμαίνεται, εξολοθρεύει κάτι, σε Ξεν.

Middle Liddell

λῡμαντήρ, ῆρος,
a spoiler, destroyer, Xen.

German (Pape)

[ῡ], ῆρος, ὁ, der Zerstörende, Verletzende, Xen. Hier. 3.3.