κατατρύω: Difference between revisions
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt== κατατρύ¯χω, Xen.] Pass., perf. inf. κατατετρῦσθαι | |mdlsjtxt== κατατρύ¯χω, Xen.] Pass., perf. inf. κατατετρῦσθαι | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[κατατρύχω]]; κατατρύσαιο δὲ γυῖα Nic. <i>Al</i>. 592. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:48, 24 November 2022
English (LSJ)
= κατατρύχω (wear out, exhaust), in Med., κατατρύσαιο δὲ γυῖα Nic. Al. 593 ; — Pass., pf. inf. -τετρῦσθαι prob. l. in X. Cyr. 5.44.6.
French (Bailly abrégé)
c. κατατρύχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-τρύω afmatten.
Russian (Dvoretsky)
κατατρύω: изнурять, утомлять (τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας Xen.).
Greek Monolingual
κατατρύω (Α)
1. μέσ. κατατρύομαι
κατατρύχω, εξαντλώ, αδυνατίζω
2. παθ. εξαντλούμαι από κάτι («κατατετρῡσθαι ὑπὸ τῆς πορείας», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τρύω «εξαντλώ, βασανίζω»].
Greek Monotonic
κατατρύω: = το προηγ. — Παθ., απαρ. παρακ. κατατετρῦσθαι, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κατατρύω: τῷ προηγ., ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατατρύσαιο δὲ γυῖα Νικ. Ἀλεξ. 606· ὁ Σχολ. «κατισχνῶσαι τὰ μέλη, ἐξαντλῆσαι»·- ἐν Ξεν. Κύρ. 5. 4, 6: παθ. πρκμ., ἦσαν μάλα πιεζόμενοι διὰ τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας, ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρρ Στεφ., ὁ δὲ Σνεΐδερος οὐχὶ ἀπιθάνως εἴκασε, κατατετάσθαι.
Middle Liddell
= κατατρύ¯χω, Xen.] Pass., perf. inf. κατατετρῦσθαι
German (Pape)
= κατατρύχω; κατατρύσαιο δὲ γυῖα Nic. Al. 592.