τροχοπέδη: Difference between revisions

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[μηχανισμός]] επίσχεσης ή επιβράδυνσης της κίνησης περιστρεφόμενου τροχού, [[φρένο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εμπόδιο]] («η [[αδιαλλαξία]] της μιας από τις ενδιαφερόμενες πλευρές αποτελεί [[τροχοπέδη]] για την πρόοδο τών συνομιλιών»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ιστο</i>-[[πέδη]])].
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[μηχανισμός]] επίσχεσης ή επιβράδυνσης της κίνησης περιστρεφόμενου τροχού, [[φρένο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εμπόδιο]] («η [[αδιαλλαξία]] της μιας από τις ενδιαφερόμενες πλευρές αποτελεί [[τροχοπέδη]] για την πρόοδο τών συνομιλιών»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ιστο</i>-[[πέδη]])].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Radhemme]], [[Hemmschuh]] an den Rädern</i>, [[sonst]] [[ἐποχλεύς]], Herod.Attic. bei Ath. III.99c.
}}
}}

Revision as of 16:50, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχοπέδη Medium diacritics: τροχοπέδη Low diacritics: τροχοπέδη Capitals: ΤΡΟΧΟΠΕΔΗ
Transliteration A: trochopédē Transliteration B: trochopedē Transliteration C: trochopedi Beta Code: troxope/dh

English (LSJ)

ἡ, the drag or brake of a wheel, Herodes Atticus ap.Ath.3.99c.

Greek (Liddell-Scott)

τροχοπέδη: ἡ, δεσμὸς τροχοῦ, ὁ μηχανισμὸς δι’ οὗ ἡ κίνησις τοῦ τροχοῦ ἐμποδίζεται ἢ ἐπέχεται, Λατιν. sufflamen, Ἡρῴδης παρ’ Ἀθην. 99C· λέγεται καὶ ἐποχεύς.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
1. μηχανισμός επίσχεσης ή επιβράδυνσης της κίνησης περιστρεφόμενου τροχού, φρένο
2. μτφ. εμπόδιο («η αδιαλλαξία της μιας από τις ενδιαφερόμενες πλευρές αποτελεί τροχοπέδη για την πρόοδο τών συνομιλιών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + πέδη «δεσμός» (πρβλ. ιστο-πέδη)].

German (Pape)

ἡ, Radhemme, Hemmschuh an den Rädern, sonst ἐποχλεύς, Herod.Attic. bei Ath. III.99c.