λυχνόβιος: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυχνόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που περνά τη ζωή του [[κοντά]] στο φως του λύχνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] ([[πρβλ]]. [[θαλασσόβιος]], [[λιτόβιος]])]. | |mltxt=[[λυχνόβιος]], -ον (Α)<br />αυτός που περνά τη ζωή του [[κοντά]] στο φως του λύχνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] ([[πρβλ]]. [[θαλασσόβιος]], [[λιτόβιος]])]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>bei der [[Leuchte]] [[lebend]], der aus [[Nacht]] Tag macht</i>, Seneca <i>epist</i>. 122. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:51, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, living by lamplight, Senec.Ep.122.
Russian (Dvoretsky)
λυχνόβιος: живущий при свете ламп, т. е. ведущий ночной образ жизни Sen.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνόβιος: -ον, ὁ ζῶν διὰ τοῦ φωτὸς τοῦ λύχνου, ἐν Σενέκ. Ἐπιστ. 122.
Greek Monolingual
λυχνόβιος, -ον (Α)
αυτός που περνά τη ζωή του κοντά στο φως του λύχνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + βίος (πρβλ. θαλασσόβιος, λιτόβιος)].
German (Pape)
bei der Leuchte lebend, der aus Nacht Tag macht, Seneca epist. 122.