κενταυρίς: Difference between revisions
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κενταυρίς]], ἡ (Α) [[κένταυρος]]<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] μικρό κενταύριο<br /><b>2.</b> [[είδος]] σκουλαρικιού<br /><b>3.</b> θηλ. του [[κένταυρος]], η κενταυρίδα. | |mltxt=[[κενταυρίς]], ἡ (Α) [[κένταυρος]]<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] μικρό κενταύριο<br /><b>2.</b> [[είδος]] σκουλαρικιού<br /><b>3.</b> θηλ. του [[κένταυρος]], η κενταυρίδα. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>eine [[Pflanzengattung]]</i> mit mehreren [[Arten]], Hippocr., Theophr., Diosc. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:51, 24 November 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A = κενταύρειον τὸ μικρόν, Thphr.HP9.8.7, 9.14.1. II a kind of ear-ring, Com.Adesp.1034 (pl.). III female Centaur, Philostr.Im.2.3.
Greek (Liddell-Scott)
κενταυρίς: -ίδος, ἡ, = κενταύριον, Θεοφρ. π. Φυτ. 9. 8, 7. ΙΙ. εἶδος ἐνωτίου, Κωμ. Ἀποσπ. 5, σ. 398, Πολυδ. Ε΄, 97.
Greek Monolingual
κενταυρίς, ἡ (Α) κένταυρος
1. το φυτό μικρό κενταύριο
2. είδος σκουλαρικιού
3. θηλ. του κένταυρος, η κενταυρίδα.
German (Pape)
ἡ, eine Pflanzengattung mit mehreren Arten, Hippocr., Theophr., Diosc.